Lost Trail > Περιγραφή Διαδρομής
Ο αγώνας ξεκινά από την τοποθεσία «Λάκκος», η οποία βρίσκεται στη ρεματιά κάτω από την κεντρική πλατεία του Λιτοχώρου, σε απόσταση μόλις 100 μέτρων από αυτήν! Ακολουθεί μονοπάτι που υπάρχει στο δυτικό τέλος του πλακόστρωτου, κοιτώντας προς το μέρος του βουνού για κάποιον που βρίσκεται εκεί. Το μονοπάτι είναι επίπεδο για τα πρώτα 800 μέτρα και κινείται ανάμεσα σε θαμνόδεντρα αρχικά και σε παραποτάμια πλατάνια στη συνέχεια, καθώς για μια απόσταση 300 μέτρων το μονοπάτι κινείται δίπλα στην κοίτη, έχοντάς την στα αριστερά του. Στα 800 μέτρα από την εκκίνηση, βρίσκουμε μια διχάλα του μονοπατιού, όπου το αριστερό του σκέλος περνά πάνω από μεταλλική γέφυρα. Προσοχή: δεν αφορά τον αγώνα αυτή η γέφυρα, συνεπώς δεν την περνάμε, είναι εκτός διαδρομής! Ο αγώνας ακολουθεί το δεξί και ανηφορικό σκέλος!
Σε λιγότερο από 30-40 μέτρα από την διχάλα της γέφυρας βρισκόμαστε μπροστά σε τρίστρατο! Η διαδρομή του Lost Trail ακολουθεί το μεσαίο σκέλος, που είναι και το μόνο ανηφορικό από τα τρία και μάλιστα στην αρχή του, είναι με μεγάλη κλίση. Το μονοπάτι είναι εμφανέστατο και με σηματοδότηση, κινείται δε ανάμεσα σε πουρνάρια αρχικά ενώ το τερέν είναι κακό, με πολλές πέτρες που «ξεφυτρώνουν» εδώ κι εκεί λόγω διάβρωσης του εδάφους από τα νερά των βροχών, κάνοντάς το να μοιάζει με χαντάκι παρά με μονοπάτι! Με συνεχείς στροφές ανηφορίζει, μπαίνοντας σταδιακά σε ψηλότερη βλάστηση, από δέντρα. Είναι χαρακτηριστικό πως σε όλη τη διαδρομή μέχρι την τοποθεσία «Χαντόλια» στα 2,8 χιλιόμετρα από τη διχάλα της μεταλλικής γέφυρας, μόνο μία φορά το μονοπάτι δημιουργεί κατήφορο μικρής κλίσης και για περίπου 40 μέτρα. Αυτό συμβαίνει στην τοποθεσία «Χούτα Χωράφι», μέσα σε πυκνή όμως βλάστηση. Περίπου 300 μέτρα μετά από αυτόν το μικρό κατήφορο το μονοπάτι βγαίνει στην άκρη του κεντρικού αυτοκινητόδρομου (!) που οδηγεί από το Λιτόχωρο στα Πριόνια, χωρίς όμως να τον ακολουθεί ούτε στο ελάχιστο. Εδώ είναι η τοποθεσία Ζηλνιά, 2,3 χλμ από την εκκίνηση, όπου συνήθως οι εκδρομείς σταματούν για να απολαύσουν τη θέα που τους προσφέρει ένα φυσικό μπαλκόνι που δημιουργούν οι γκρεμοί εκεί.
Από εδώ, περνάμε ακριβώς απέναντι όπου βρίσκονται 4-5 πετρόχτιστα σκαλιά και το μονοπάτι συνεχίζει μετά από αυτά να ανηφορίζει μέσα σε δάσος με όλο και πιο μεγαλόκορμα δέντρα, κυρίως πεύκα από εδώ και πάνω. Το πεδίο δεν είναι κακό ποιοτικά, το μονοπάτι ωστόσο είναι αρκετά στενό, όχι όμως δυσδιάκριτο. Για περίπου ένα χιλιόμετρο από τη Ζηλνιά, ο ανήφορος συνεχίζεται μέσα σε δάσος με έλατα και πεύκα. Κάποια στιγμή οι κλίσεις σταματούν και το μονοπάτι βγαίνει σε ξέφωτο, όπου μπροστά ανοίγεται για πρώτη φορά η εντυπωσιακή θέα των κορυφών του βουνού. Το μονοπάτι εδώ στρέφεται δεξιά (βόρεια) και η ανηφορική κλίση του εκμηδενίζεται. Σε λιγότερο από 200 μέτρα φτάνουμε σε διχάλα, στην τοποθεσία «Χαντόλια» (υπάρχουν πινακίδες). Εδώ είναι το Κ-3,5 της διαδρομής, σε υψόμετρο 960 μέτρα.
Εδώ ακολουθούμε το αριστερό σκέλος του μονοπατιού, με ΝΔ κατεύθυνση, προς το παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Η διαδρομή από εδώ και πέρα, ακολουθεί εντελώς ήπιες έως ανύπαρκτες κλίσεις για περισσότερο από ένα χιλιόμετρο, ενώ το ίχνος είναι εξαιρετικό, αφού πρόκειται για το παλιό και ιστορικό μονοπάτι που ακολουθούσαν για αιώνες οι Λιτοχωρίτες προκειμένου να προσεγγίσουν το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου αλλά και την τοποθεσία των Πριονιών, όπου υλοτομούσαν συστηματικά. Η πορεία γίνεται μέσα σε πυκνό δάσος, αρχικά με πεύκο και στη συνέχεια με οξιά, με διαρκείς εναλλαγές στη σύνθεσή του, όσον αφορά αυτά τα δύο είδη βλάστησης. Μετά από το πρώτο χιλιόμετρο, ένα μικρό ξέφωτο προηγείται από ένα μεγάλο τμήμα του μονοπατιού μέσα σε πολύ πυκνό και χαρακτηριστικό δάσος οξιάς. Είναι η τοποθεσία «Κρανιά». Το αρχικά ευθύ μονοπάτι, ξεκινά ήπιο ανήφορο, σε εξαιρετικό χωμάτινο τερέν. Η έξοδος αυτού του τμήματος σε ξέφωτο, μας φέρνει για λίγο σε χαμηλότερη, θαμνώδη βλάστηση (πουρνάρια) στην τοποθεσία «Κουκουνάρα» και στη συνέχεια το μονοπάτι στρέφεται δυτικά, μέσα σε αμιγή βλάστηση πεύκου, χωρίς ιδιαίτερες κλίσεις και πάλι. Ανάμεσα από τα δέντρα ξεπροβάλλουν οι κορυφές του Αγιαντώνη και οι Σταυραϊτιές, μπροστά και στο βάθος, ενώ αριστερά μας το συγκρότημα του Καλόγερου, με τις χαμηλότερες πλαγιές του, απ όπου μερικά χιλιόμετρα αργότερα θα περάσει η διαδρομή του Lost. Στο πρώτο πραγματικά μεγάλο ξέφωτο σε ώμο της πλαγιάς, στο Κ-6, είναι η τοποθεσία «Ασπρόγειες», σε υψόμετρο 850 μέτρων. Από εδώ έχουμε εποπτική θέα σε όλο το νότιο και κεντρικό σύμπλεγμα κορυφών του Ολύμπου. Ένα πραγματικά στρατηγικό σημείο, ιδανικό για να ελέγξει κανείς όλη τη γύρω περιοχή!
Από εδώ το μονοπάτι συνεχίζει σαφέστατο, με κατηφορική πορεία αρχικά και ξαναμπαίνει μέσα στο δάσος, με δυτική κατεύθυνση και μικρά σκαμπανεβάσματα όσο αφορά τις κλίσεις του. Σε περίπου μισό χιλιόμετρο, με μια βουτιά, το μονοπάτι μπαίνει σε πολύ πυκνό δάσος οξιάς και φτάνει σε ρεματιά, όπου κυλούν λίγα νερά πηγής! Είναι η τοποθεσία «Πέντε Οξιές» στο Κ-7. Το νερό είναι εξαιρετικό και φυσικά πόσιμο! Συνεχίζοντας από εκεί, κατηφορίζουμε σταδιακά μέσα σε δάσος οξιάς και με αρκετές στροφές μέσα-έξω στην πλαγιά της ράχης της «Κυριακούς» (ή «Κυριακούλας») φτάνουμε όλο και πιο χαμηλά, όλο και πιο κοντά στη χαράδρα του Ενιπέα, ο οποίος ακούγεται στο βάθος αριστερά να κυλά τα νερά του. Ένα πέρασμα σχετικά κατηφορικό από βραχωμένη πλαγιά μας οδηγεί σε τοποθεσία-μπαλκόνι προς τα δυτικά, με το κτίσμα του παλιού μοναστηριού του Αγίου Διονυσίου να δεσπόζει σε σχετικά μικρή απόσταση. Είμαστε στην τοποθεσία «Μήτσου» και από εδώ ξεκινά μια βουτιά του μονοπατιού, που κατευθύνεται αριστερά, για να πέσει στις όχθες του Ενιπέα. Πρόκειται για 200 μέτρα απότομης κατάβασης, που απαιτεί προσοχή! Στο τέλος της, το μονοπάτι συναντά το γνωστό κεντρικό μονοπάτι Ε4, ακριβώς στην άκρη μιας ξύλινης γέφυρας.
Εδώ, στο Κ-8 της διαδρομής, στρεφόμαστε δεξιά και περνάμε αμέσως την ξύλινη γέφυρα! Στη συνέχεια το μονοπάτι απομακρύνεται απ το ποτάμι και μπαίνει σε πυκνό δάσος οξιάς κι αμέσως μετά ανηφορίζει για να βγει σύντομα στο περίφημο «Άγιο Σπήλαιο», όπου υπάρχει εκκλησάκι και πηγάζει παγωμένο, πόσιμο νερό! Συνήθως, πάντα κάποιοι επισκέπτες βρίσκονται εδώ και η εξήγηση είναι απλή: Σε λιγότερο από δύο χιλιόμετρα πιο πάνω φτάνει ο αυτοκινητόδρομος στο Μοναστήρι, και το Άγιο Σπήλαιο προσελκύει το ενδιαφέρον των εποχούμενων επισκεπτών του. Τσιμεντένια σκαλιά μας δείχνουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε από εδώ. Τα ανηφορίζουμε και συνεχίζουμε για ένα περίπου χιλιόμετρο πάνω σε φαρδύ και καλοπατημένο μονοπάτι, που μας οδηγεί στο Κ-9 δίπλα από το ποτάμι και πάλι στο σταθμό «Μοναστήρι» του αγώνα (υψόμετρο 820μ), όπου και η προτελευταία τροφοδοσία του αγώνα. Το χαρακτηριστικό σ αυτό το σημείο, είναι η ξύλινη γέφυρα που παίρνει το μονοπάτι από τη νότια όχθη του Ενιπέα, για να το περάσει στη βόρεια. Προσοχή για όποιους βρεθούν εδώ εκτός αγώνα: ΔΕΝ περνάμε το γεφύρι απέναντι! Απλά, το αφήνουμε δεξιά μας και συνεχίζουμε.
Από εδώ (υπάρχουν πινακίδες) στρεφόμαστε αριστερά και ανηφορικά, σε καλογραμμένο αλλά δευτερεύον μονοπάτι, ιστορικό κι αυτό για την κοινότητα των Λιτοχωριτών, αφού ήταν η δεύτερη επιλογή τους για να εισέλθουν στην καρδιά του Ολύμπου. Ο αρχικά ήπιος ανήφορος γίνεται γρήγορα όλο και πιο απότομος καθώς κυλά η απόσταση και μέσα σε λιγότερο από 400 μέτρα ανάπτυγμα κερδίζουμε πάνω από 100 μέτρα ανάβασης! Εκεί εξισορροπείται η κλίση και το μονοπάτι κινείται με ανατολική πλέον κατεύθυνση, κινούμενο προς τη μεριά της εξόδου της χαράδρας του Ενιπέα. Η βλάστηση τριγύρω είναι πυκνή αλλά κάποιες στιγμές ξεπροβάλει μπροστά μας ο ανατολικός ορίζοντας με το χαρακτηριστικό γκρεμό της Ζηλνιάς στο βάθος. Διαρκής ανάβαση που σπάει κάθε τόσο από μικρές ευθείες, φέρνει το μονοπάτι στην ισοϋψή των 1000 μέτρων και μετά από μερικά ανεβοκατεβάσματα, μια βουτιά του μονοπατιού μας φέρνει σε ρεματιά με ρυάκι, με πόσιμο νερό! Πρόκειται για τη ρεματιά του «Κοκώνα», στο Κ-11 της διαδρομής. Ανήφορος και πάλι και αρκετά τεχνικά κομμάτια με φυτευτό βράχο, που απαιτούν προσοχή, οδηγούν σε κάτι περισσότερο από ένα χιλιόμετρο μετά, στην επόμενη ρεματιά, ανοιχτή όμως από βλάστηση, αυτήν του «Γιάννακα» στο Κ-12 περίπου. Πόσιμο νερό και πάλι, και το μονοπάτι μετά από λίγα ανηφορικά βήματα και μια απότομη αριστερή στροφή 90 και πλέον μοιρών, ξεκινά γλυκά την συνεχόμενη κατάβασή του για αρκετή απόσταση, μέσα στο δάσος πάντα. Ευθείες διαδέχονται τον κατήφορο και σε περίπου 1,5 χιλιόμετρο από το ρέμα του Γιάννακα, το μονοπάτι συμβάλει με μορφή ανάποδης διχάλας σε άλλο κεντρικότερο! Εδώ είναι η τοποθεσία «Καστάνα» στο Κ-13 σε υψόμετρο 820 μέτρων. Η συμβολή-διχάλα έρχεται σε τόσο ανύποπτο σημείο, που ενδεχομένως από έναν όχι και τόσο προσεκτικό παρατηρητή μπορεί και να μην γίνει αντιληπτή! Αν ωστόσο αντιληφθούμε το σημείο, η διαδρομή του Lost συνεχίζεται στην νοητή ευθεία στη συμβολή, αφήνοντας αριστερά της το άλλο σκέλος του μονοπατιού, σε σχεδόν ανύπαρκτες κλίσεις για τα πρώτα 300-400 μέτρα.
Από εδώ, το μονοπάτι γίνεται σαφέστερο, με καλύτερο ίχνος και περισσότερα σημάδια διέλευσης πεζοπόρων. Η αρχική ευθεία μετατρέπεται σε ανήφορο σταδιακά, καθώς το μονοπάτι βγαίνει από βλάστηση οξιάς και μπαίνει σε βλάστηση πεύκου. Η σήμανση είναι αυτονόητη και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται προβληματισμός για τη σωστή κατεύθυνση! Ο ανήφορος είναι πλέον διαρκής αλλά ανεκτός σε κλίσεις, επιτρέποντας ακόμα και την αύξηση του ρυθμού από κάποιον αθλητή που έχει ακόμα αρκετά αποθέματα δυνάμεων. Κάθε τόσο επίπεδα τμήματα του μονοπατιού ανακουφίζουν από την πίεση της ανηφόρας. Η βλάστηση που κυριαρχεί εδώ είναι αυτή του πεύκου. Η ανάβαση διαρκεί περίπου δύο χιλιόμετρα από τη διχάλα της Καστάνας και κάποια στιγμή αφού έχει τελειώσει ο ανήφορος αλλά και ένα σύντομο ευθύ κομμάτι, αφού η μονοπάτι βγαίνοντας απ’ το δάσος, μας ανοίγει τη θέα στη θάλασσα μπροστά μας, προς την ανατολή! Εδώ, βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1000 μέτρων και η θέα είναι πανοραμική, όχι μόνο προς τη θάλασσα μπροστά αλλά και αριστερά μας, όπου διακρίνεται ξεκάθαρα το καταφύγιο «Δημήτρης Μπουντόλας» στο Σταυρό.. Κατηφορίζουμε από τη στιγμή που αντικρύζουμε τη θάλασσα και σε 400 μέτρα φτάνουμε σε ξύλινο κιόσκι, (τοποθεσία Γκόλνα) στο Κ-15 της διαδρομής και σε υψόμετρο 940 μέτρων.
Από εδώ, όπου υπάρχει διχάλα τύπου «Τ» στο μονοπάτι, η διαδρομή στρέφεται δεξιά και ανηφορικά (προσοχή! Γιατί το εύλογο είναι το να φύγει κανείς ευθεία και κατηφορικά), με δυτική κατεύθυνση αρχικά και σε μεγάλη ανοιχτωσιά (ξέφωτο), χωρίς καθόλου βλάστηση, εκτός από 2-3 μικρές βελανιδιές. Μετά από 50-100 μέτρα, το μονοπάτι μπαίνει σταδιακά σε θαμνώδη βλάστηση ενώ έχει ήδη γίνει επίπεδο από θέμα κλίσης. Μια πλαγιοδρόμηση στη συνέχεια με ανοιχτή θέα προς τα αριστερά, όπου και η πλευρά της θάλασσας και λίγο μετά, το μονοπάτι μπαίνει σε δάσος πεύκου. Μετά από ένα δεύτερο ξέφωτο με θάμνους το μονοπάτι μπαίνει οριστικά σε δάσος και πάλι και κατηφορίζει έντονα. Σε απόσταση 1,3 χιλιομέτρου από το κιόσκι της Γκόλνας, το μονοπάτι συμβάλει σε άλλο με μορφή διχάλας! Εδώ, στο Κ-16,5 και σε υψόμετρο 850 μέτρων βρισκόμαστε στην τοποθεσία «Ντελή», όπου βρίσκεται ο δεύτερος σταθμός υποστήριξης των αθλητών!
Από τη διχάλα (σχετικές πινακίδες τοποθεσίας και κατεύθυνσης υπάρχουν, το μονοπάτι συνεχίζει με ήπια κλίση να ανηφορίζει, κλίση που λίγο μετά εκμηδενίζεται εντελώς και για περίπου ένα χιλιόμετρο, το μονοπάτι κινείται σε μηδενική κλίση, επίπεδα, σε πυκνή βλάστηση πεύκου και πλατύφυλλων. Μετά, σταδιακά η κλίση επανέρχεται και λίγο αργότερα ξεκινά ένας μακρύς ανήφορος με το μονοπάτι να στριφογυρίζει δεξιά και αριστερά ανάμεσα σε αραιά, μεγάλα και ψηλά πεύκα, με ξεκάθαρο όμως ίχνος. Αφού περάσει αρκετή πορεία σε μονότονο τοπίο πευκοδάσους, το μονοπάτι μπαίνει για λίγα μέτρα σε κάτι σαν τούνελ που σχηματίζουν μικρά πεύκα και αμέσως μετά βγαίνει σε ξέφωτο «μπαλκόνι», με ανοιχτή θέα προς τον νότο. Εδώ είναι η περιοχή της Κάτω Τσουκνίδας, σε υψόμετρο 1000 μέτρων, στο Κ-19 της διαδρομής.
Η πορεία συνεχίζεται σε πευκοδάσος στην αρχή αραιό και στη συνέχεια πυκνότερο και με μεγαλύτερα δέντρα και πυκνή βλάστηση φτέρης στον υπόροφο του δάσους. Σύντομα σχετικά, το μονοπάτι βγαίνει με βόρεια κατεύθυνση σε χαρακτηριστικό ξέφωτο, στην αριστερή πλευρά του οποίου ξεχωρίζουν μεταλλικοί πάσσαλοι, τοποθετημένοι σε τακτές μεταξύ τους αποστάσεις. Πρόκειται για την πάλαι ποτέ περίφραξη του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού από το 1970, από την οποία απέμειναν τώρα πιά μόνο οι μεταλλικοί πάσσαλοι και τίποτα παραπάνω. Εδώ, είναι η Απανή (Πάνω) Τσουκνίδα, παλιότερα τοποθεσία κτηνοτρόφων, τώρα το σημείο του πρώτου σταθμού τροφοδοσίας του αγώνα, στο Κ-20 της διαδρομής.
Από εδώ και πέρα, το μονοπάτι παρουσιάζει μια εξομάλυνση στην κλίση του για περίπου ένα χιλιόμετρο, πριν ξεκινήσει και πάλι την ανάβασή του προς το Λιβαδάκι. Η βλάστηση τροποποιείται ελαφρά, με τα πρώτα δέντρα λευκόδερμης πεύκης, του γνωστού ρόμπολου, να κάνουν την εμφάνισή τους. Το μονοπάτι μπαίνει σταδιακά σε αραιότερο δάσος, με εμφανή τα σημάδια παλιότερης καταστροφής (πεσμένοι κορμοί τριγύρω) από πυρκαγιά που έκαψε την περιοχή πριν από δεκαετίες. Σε αρκετά σημεία η μακρινή θέα ανοίγεται ανάμεσα στη βλάστηση, προσφέροντας πανοραμική εικόνα προς τα ανατολικά, όπου και η θάλασσα. Η κατεύθυνση του μονοπατιού αλλάζει σταδιακά, από βόρεια σε νότια και στη συνέχεια και πάλι δυτικά, με τις κλίσεις να εξομαλύνονται και τη βλάστηση για γίνεται αμιγώς πεύκο. Σύντομα προσεγγίζει την τοποθεσία Πελεκούδια, με μια χαρακτηριστική παλιά πινακίδα καρφωμένη σε δέντρο.
Από εκεί και μετά ξαναρχίζουν οι κλίσεις να μεγαλώνουν και το μονοπάτι στριφογυρίζει μέσα σε δάσος ρόμπολου, με κατεύθυνση γενικά δυτική. Καθώς η απόσταση κυλά, η βλάστηση χαμηλώνει σε ύψος, μέχρι τα ρόμπολα τριγύρω να επιτρέπουν να δει κανείς τον ουρανό πάνω του και στη συνέχεια και τη θέα αριστερά του. Μια χαρακτηριστική δεξιά φουρκέτα στο μονοπάτι, του δίνει και πάλι κλίσεις και σύντομα αυτό βγαίνει σε γυμνό τοπίο με ελάχιστα σκόρπια τεράστια ρόμπολα τριγύρω. Τέλος, ανοίγεται μπροστά μια μεγάλη έκταση χωρίς κλίσεις και χωρίς βλάστηση –το περίφημο «Λιβαδάκι»- στην οποία το ίχνος του μονοπατιού ουσιαστικά σβήνει, αφού το πυκνό αλπικό χορτάρι δεν επιτρέπει την αποτύπωσή του. Σε 500 μέτρα από το ξεκίνημα αυτού του λιβαδιού, η διαδρομή του αγώνα έχοντας διανύσει 24 χιλιόμετρα από την εκκίνηση, φτάνει στον 3ο σταθμό του αγώνα, ο οποίος στεγάζεται στο μικρό πετρόχτιστο κτηνοτροφικό καλύβι που βρίσκεται χτισμένο εδώ από τα χρόνια του 1950 στην πάνω άκρη αυτού του λιβαδιού, σε υψόμετρο 2100 μέτρων.
Από το καλύβι στο Λιβαδάκι, το μονοπάτι φεύγει εντελώς βόρεια, στα πρώτα λίγα μέτρα του μάλιστα με ελαφρά κατηφορική κλίση, μέσα σε καταπράσινο λιβάδι και χωρίς ίχνος! Μετά από 30 μέτρα, συναντώντας τα πρώτα μικρά δεντράκια, το ίχνος επανεμφανίζεται στο έδαφος και αμέσως φαρδαίνει ενώ η κατηφορική κλίση σβήνει και σταδιακά αρχίζει μια μικρή ανηφόρα ανάμεσα σε αραιή βλάστηση με νεαρά ρόμπολα. Στα 400 μέτρα από το καλύβι, η ανηφορική κλίση εκμηδενίζεται και πάλι και μερικά εντυπωσιακά γιγάντια ρόμπολα κάνουν αισθητή την παρουσία τους δίπλα απ’ το μονοπάτι. Σε ακόμα 300 μέτρα πιο εκεί, το μονοπάτι φτάνει σε φαρδιά ράχη-ώμο, την επονομαζόμενη και «Κόκα» στην τοπική γεωγραφική ορολογία. Το σημείο αυτό προσφέρει για πρώτη φορά μια πανοραμική θέα των μεγάλων κορυφών στα δυτικά. Από αυτό το χαρακτηριστικό σημείο και πέρα, το μονοπάτι στρέφεται δυτικά και αρχίζει ο μεγάλος, μακρύς κατήφορος για τα Πριόνια.
Το τοπίο από εδώ και μετά κόβει την ανάσα! Τεράστια ρόμπολα, απότομες κλίσεις, χαοτική θέα μπροστά και κάτω, δίνουν μια αίσθηση μεγαλείου και ταυτόχρονα ασημαντότητας του ανθρώπου μέσα σ αυτό το χώρο. Το μονοπάτι καλογραμμένο και με πυκνή σηματοδότηση (κάθε 10-20 μέτρα το πολύ υπάρχει σήμα σε σταθερό σημείο), δεν αφήνουν περιθώρια απώλειάς του. Ιδιαίτερη προσοχή δεν χρειάζεται, αν και σε αρκετά σημεία το πλάτος είναι μικρό και οι κλίσεις γενικά μεγάλες, αλλά απαιτείται μια εγρήγορση των αισθήσεων προκειμένου να μην υπάρξουν άσχημες εξελίξεις σε πιθανά στραβοπατήματα. Στα δύο χιλιόμετρα μετά την Κόκα και στο Κ-26 της διαδρομής του Lost Trail, υπάρχει χαρακτηριστικό κατηφορικό πέρασμα κάτω από ορθοπλαγιά, σε βραχώδες τερέν αλλά αρκετά επικίνδυνο για ένα-δυο κρίσιμα βήματα. Πρόκειται για το αποκαλούμενο «Βήμα της ζωής», στο οποίο υπάρχει υποστήριξη στη διάρκεια του αγώνα, αλλά όχι τον υπόλοιπο καιρό.
Μετά το «Βήμα της ζωής», το μοτίβο στη διαδρομή παραμένει παρόμοιο για ακόμα ένα χιλιόμετρο περίπου, πριν οι κλίσεις εξομαλυνθούν και φύγει η αίσθηση του κινδύνου και της ανασφάλειας. Εξαιρετικά πετρώδες και ασαφές, το μονοπάτι δείχνει να μην έχει λογική σε πολλά σημεία! Αυτό είναι αληθές, αφού για ένα τμήμα περίπου 1500 μέτρων είναι προφανές ότι παλιότερα δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι, ωστόσο πριν από κάποιες δεκαετίες, κάποιοι πεζοπόροι κατάφεραν να ενώσουν το κενό διάστημα δύο υπαρκτών μονοπατιών που σταματούσαν σε παλιές στρούγκες της περιοχής. Σε όλο αυτό το ανάπτυγμα όμως, η σηματοδότηση παραμένει το ισχυρό όπλο του μονοπατιού, το ίδιο και το ίχνος του, το οποίο συντηρείται κάθε χρόνο κρατώντας το ευδιάκριτο.
Όταν κάποια στιγμή εμφανιστεί μια μικρή ανηφόρα σε μήκος 50-100 μέτρα σε ήπιες κλίσεις και τοπίο, τότε γνωρίζουμε ότι περάσαμε από τη ζώνη κινδύνου του μονοπατιού. Λίγο μετά από αυτό, το μονοπάτι περνά εγκάρσια μια ρεματιά που πλήττεται σχετικά συχνά τους χειμώνες από χιονοστιβάδες, προερχόμενες από τις πλαγιές του Καλόγερου, της κορυφής που δεσπόζει στο τέλος αυτών των πλαγιών. Εδώ, εκατοντάδες δέντρα έχουν παρασυρθεί από τις τιτάνιες δυνάμεις των ρογκάδων (=χιονοστιβάδων στη λαϊκή γλώσσα), δίνοντας στον πεζοπόρο μια εικόνα σχεδόν εξωπραγματική. Τα τελευταία 20-30 μέτρα αυτής της περιοχής διανύονται ανάμεσα σε γερμένους ή πεσμένους από χιονοστιβάδες κορμούς. Περίπου 400 μέτρα πιο πέρα, το μονοπάτι βγαίνει σε ένα χαρακτηριστικό ξέφωτο με θέα, το Μελιτζάνι, στο Κ-29 της διαδρομής και σε υψόμετρο 1750 μέτρα. Πρόκειται για λιβάδι που παλιότερα φιλοξενούσε στρούγκα, όπως και αρκετά ακόμα τέτοια μέρη σ αυτή την περιοχή, καθώς πρόσφεραν νομή σε αιγοπρόβατα το καλοκαίρι. Με την περίφραξη του πυρήνα του δρυμού το 1970, όλα αυτά τα μέρη εγκαταλείφθηκαν πλέον.
Από εδώ ξεκινά ένας μακρόσυρτος κατήφορος με δυτική κατεύθυνση σε ήπιο πεδίο και χωρίς τεχνικά ζητήματα, μέσα σε ένα πυκνό δάσος πεύκου στην αρχή και έλατου στη συνέχεια. Τώρα το μονοπάτι διασχίζει μέρος του περίφημου Μαυρόλογγου, ενός αμφιθεατρικού τμήματος του βουνού που συνδέει τα δύο μεγάλα συμπλέγματα του Ολύμπου, το κεντρικό των μεγάλων κορυφών και το νότιο, του Καλόγερου. Συνεχή στριφογυρίσματα του μονοπατιού μέσα σ ένα όμορφο δάσος, κατεβάζουν γρήγορα το υψόμετρο στα 1350 μέτρα, μέσα σε 1,5 χιλιόμετρο και το μονοπάτι συμβάλει στο δημοφιλές «Διεθνές Μονοπάτι Ε4», το οποίο και ακολουθεί προς την δεξιά πλευρά του, με ανατολική κατεύθυνση, η οποία κατηφορίζει μέχρι τα Πριόνια, μετά από ακόμα 2,5 χιλιόμετρα. Χαρακτηριστικό σημείο στα 100 μέτρα μετά την έξοδο στο Ε4, είναι το κιόσκι με πετρόχτιστη βρύση στη θέση Πηγαδούλι. Συνεχείς κατήφοροι στο φαρδύ και πολυσύχναστο μονοπάτι, με μόνη σηματοδότηση εκείνη του Ε4 καταλήγουν τελικά στα Πριόνια, όπου το τέλος του αυτοκινητόδρομου αλλά και ο 4ος σταθμός υποστήριξης του αγώνα, στο Κ-32 της διαδρομής και σε υψόμετρο 1100 μέτρων. Προσοχή, εδώ υπάρχει και το μοναδικό σημείο χρονικού αποκλεισμού του Lost Trail, με 8:30 ώρες από την εκκίνηση!
Από το σταθμό των Πριονιών, ακριβώς έξω από την ομώνυμη ταβέρνα, η διαδρομή του αγώνα κατηφορίζει για περίπου 50 μέτρα μέσα στο parking των αυτοκινήτων και σε ανύποπτο σημείο, που δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, στρίβει ξαφνικά αριστερά στο ανηφορικό πρανές του parking μέσα από ένα εμφανέστατο αλλά πολύ απότομο μονοπάτι! Εδώ υπάρχει πυκνή βλάστηση από οξιές. Μετά τα πρώτα ελάχιστα ανηφορικά μέτρα, η κλίση εξομαλύνεται και το μονοπάτι αρχίζει έναν ατέλειωτο ανήφορο μέσα στο δάσος, αλλού με ήπιες κλίσεις και αλλού με μεγάλες. Χαρακτηριστικό αυτής της μεγάλης ανηφόρας των δύο και πλέον χιλιομέτρων, η σήμανση του μονοπατιού με μπλε χρώμα πάνω στα δέντρα! Στα μισά περίπου της ανάβασης, υπάρχει ένα σπάσιμο της ανηφόρας, με ευθεία λίγων εκατοντάδων μέτρων μέσα σε βλάστηση οξιάς. Λίγο πριν τη συμβολή του μονοπατιού με το κεντρικότερο, συναντάμε μια ιδιαίτερη μεταλλική πινακίδα με την ένδειξη «Γουμαρόσταλος». Η έξοδος και συμβολή με το μονοπάτι που κινείται προς Πετρόστρουγκα γίνεται σε χαρακτηριστικό πλάτωμα με αργιλώδες πέτρωμα («αμμούδα» όπως αποκαλούσαν αυτά τα μέρη οι ντόπιοι παλιότερα) και ανοιχτή θέα προς τον νότο, στο συγκρότημα των κορυφών του Καλόγερου. Εδώ βρίσκεται το Κ-35 της διαδρομής, σε υψόμετρο 1685 μέτρων, όπου και ο 5ος σταθμός τροφοδοσίας του αγώνα, «Γουμαρόσταλος».
Από την διασταύρωση, η διαδρομή ακολουθεί το δεξί σκέλος, το οποίο κινείται αρχικά δυτικά και σύντομα στρέφεται βόρεια. Στο ξεκίνημα, το μονοπάτι κινείται χωρίς ανάβαση, λίγο μετά ανηφορίζει για λίγο με μεγάλες κλίσεις και στη συνέχεια, με ένα χαρακτηριστικό πέρασμα από ξερή και ρηχή ρεματιά, του «Γκαβού», εξομαλύνεται και πάλι. Αμέσως μετά τη ρεματιά του Γκαβού, ανοίγεται και πάλι θέα προς το συγκρότημα κορυφών του Καλόγερου. Το μονοπάτι, όντας τώρα προσήλιο, με πρόσωπο προς τον νότο, έχει βλάστηση πεύκου κυρίως και μάλιστα λευκόδερμου πεύκου, του αποκαλούμενου στον Όλυμπο ρόμπολου. Το μονοπάτι σε πολλά σημεία κινείται εντελώς ευθεία, κάνοντας ευκολότερη την προσπάθεια των αθλητών. Η σήμανσή του από τη διασταύρωση στην Αμμούδα και μετά, γίνεται και πάλι ασπροκόκκινη, με το γνωστό λευκό φόντο κι έναν κόκκινο κύκλο στη μέση. Από κάποιο σημείο (Βρύση Αποστολίδη, Στράγγος) και πέρα εμφανίζονται μαύρα λάστιχα ύδρευσης στην άκρη του μονοπατιού. Μετά από περίπου ένα χιλιόμετρο, μια ανεπαίσθητη διχάλα αλλά και η σχετική σήμανση στρέφουν το μονοπάτι του αγώνα δεξιά και κατηφορικά. Σε λίγα μόλις μέτρα από τη διχάλα αυτή, εμφανίζεται στο οπτικό πεδίο το καταφύγιο της Πετρόστρουγκας, όπου και ο πέμπτος σταθμός τροφοδοσίας και υποστήριξης, στο Κ-39 και σε υψόμετρο 1935 μέτρων. Στο τμήμα αυτό των τεσσάρων χιλιομέτρων, από τον 5ο ως τον 6ο σταθμό, η ηλιοφάνεια είναι έντονη και η απουσία νερού και δροσιάς παντελής! Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από τους αθλητές (σκίαση από καπέλα και συχνή ενυδάτωση).
Από την Πετρόστρουγκα, η διαδρομή ακολουθεί για 100 μέτρα ανηφορική πορεία στο κεντρικό μονοπάτι που οδηγεί στο Οροπέδιο και αμέσως μετά στρέφεται δεξιά, στο δευτερεύον μονοπάτι που κατευθύνεται ΒΑ με κατεύθυνση το καταφύγιο της Κορομηλιάς. Ένας σύντομος, πρώτος κατήφορος, οδηγεί το μονοπάτι αυτό μέσα από ένα μεγάλο ξέφωτο και στη συνέχεια το μονοπάτι σχηματοποιείται καλύτερα καθώς κινείται ανάμεσα σε αραιό δάσος νεαρών ρόμπολων, πριν μπει σε πυκνό δάσος οξιάς, όπου απαιτείται περισσότερη προσοχή για να μη χάσει κάποιος το ίχνος του. Συνεχείς στροφές του μέσα σε πυκνό δάσος πλέον, κατηφορίζουν σταδιακά το μονοπάτι σε χαμηλότερα υψόμετρα, ενώ η βλάστηση εναλλάσσεται σε τρεις τύπους βλάστησης (οξιά, ρόμπολο, έλατο). Αραιά, αρχίζουν να εμφανίζονται και κατασκευές πάνω στο μονοπάτι, όπως σκάλες ενώ η σήμανση συνεχίζει να είναι επαρκέστατη. Σε αριστερή κατηφορική στροφή, υπάρχουν πινακίδες που πληροφορούν τον πεζοπόρο για τις επιλογές του δεξιά (Τραμπάλα) και αριστερά (Κορομηλιά). Η διαδρομή του αγώνα κατευθύνεται προς «Κορομηλιά». Λίγο παρακάτω, μαύρα λάστιχα ύδρευσης εμφανίζονται και πάλι και ακολουθούν το μονοπάτι αδιάλειπτα για τα επόμενα δύο χιλιόμετρα, μέχρι το καταφύγιο της Κορομηλιάς, όπου και μεταφέρουν νερό για την ύδρευσή του. Το τοπίο σ αυτά τα τελευταία δύο χιλιόμετρα δεν αλλάζει δραματικά, πέρα απ’ το γεγονός ότι η οξιά δίνει ολοκληρωτικά τη θέση της στο πεύκο, κάνοντας έτσι πιο ζεστή την ατμόσφαιρα για τους αθλητές. Στο Κ-44 το μονοπάτι φτάνει στο καταφύγιο της Κορομηλιάς, σε υψόμετρο 1020 μέτρα. Εδώ, τη μέρα του αγώνα φιλοξενείται ο 7ος σταθμός υποστήριξης και τροφοδοσίας.
Από την Κορομηλιά ξεκινά άλλο μονοπάτι, με νότια κατεύθυνση και αμέσως επόμενο προορισμό το καταφύγιο του Σταυρού, 9 χλμ πιο μακριά. Αρχικά, το κατηφορικό μονοπάτι στα 50 μόλις μέτρα περνά από το πλάτωμα που χρησιμοποιείται για parking του καταφυγίου και φεύγει απ αυτό στη δυτική του άκρη, όπου και σχετικές πινακίδες. Μετά από μια σύντομη ευθεία 500 μέτρων περίπου σε αραιή βλάστηση με πεύκα αλλά και οπωροφόρα, ξεκινά ανήφορος από μια ρηχή και στεγνή τις περισσότερες εποχές ρεματιά, μέσα σε αμιγές δάσος οξιάς. Ακριβώς στο ξεκίνημα της ανάβασης, δίπλα από την κοίτη και πάνω στο μονοπάτι υπάρχει λάστιχο που φέρνει νερό από κοντινή πηγή, όταν αυτή έχει νερό! Ο ανήφορος έχει ανεκτές κλίσεις και το μονοπάτι είναι καλά σηματοδοτημένο καθώς κινείται σε μικτό δάσος (οξιά-πεύκο). Χαρακτηριστικό είναι ένα σημείο με πινακίδες, στην τοποθεσία «Πατάτα», σε περίπου 1,5 χλμ από την Κορομηλιά. Το μονοπάτι, από την Πατάτα και για μήκος περίπου 2 χλμ είναι δύσκολο και σε αρκετά σημεία πολύ τεχνικό και υποτυπώδες, αν και επαρκέστατα σηματοδοτημένο. Πηγή με πόσιμο νερό υπάρχει στο Κ-47, ακριβώς πάνω στο μονοπάτι, μέσα σε δάσος με πανύψηλες οξιές. Μισό χιλιόμετρο μετά την πηγή, το μονοπάτι βγαίνει σε χωματόδρομο και σβήνει! Η διαδρομή τώρα ακολουθεί το επίπεδο δρόμο για ένα χιλιόμετρο, μέχρι να συναντήσει τσιμεντένια δεξαμενή στην τοποθεσία «Σέλωμα». Εκεί, η διαδρομή στρίβει αριστερά και μετά δεξιά, μπαίνοντας ξανά σε μονοπάτι, με κατεύθυνση τη «Μάνα» και το «Σταυρό».
Ακολουθούμε το μονοπάτι μέσα σε δάσος με πυκνά και όχι μεγάλα πεύκα. Αριστερά, κάποιες στιγμές ξεπροβάλλει η θέα του Θερμαϊκού Κόλπου, με τη θάλασσα και τον κάμπο της Πιερίας. Το μονοπάτι έχει πολύ καλή σήμανση και το ίχνος του είναι πάντα σε καλή κατάσταση, λόγω συντήρησης για χρήση και στον Olympus Mythical Trail. Το πεύκο δίνει σταδιακά τη θέση του στην οξιά και μετά από 1,5 χλμ από τη δεξαμενή, φτάνουμε σε ανεπαίσθητη ρεματιά, όπου όμως κυλά νερό όλο το χρόνο! Εδώ είναι η τοποθεσία «Μάνα». Οι ντόπιοι πληθυσμοί αποκαλούσαν παλιά «μάνες», όλες τις πηγές νερού! Περνώντας το ρυάκι, αμέσως μετά προσπερνάμε μια ακόμα τσιμεντένια δεξαμενή νερού, μετά από εκείνη που υπήρχε 1,5 χιλιόμετρα νωρίτερα.
Εκεί ακριβώς υπάρχει χωματόδρομος, που τον ακολουθούμε προς τα δεξιά και ανηφορικά για μόλις 50 μέτρα, πριν ξαναμπούμε στο μονοπάτι που ακολουθεί η διαδρομή του αγώνα και το οποίο ο δρόμος έκοψε πριν χρόνια κατά τη διάνοιξή του. Το μονοπάτι κινείται ευθύγραμμα, σε ισοϋψή, μια και από κάτω του βρίσκεται θαμμένο το τσιμεντένιο αυλάκι που οδηγεί το νερό της Μάνας μέχρι την τοποθεσία του Σταυρού, όπου παλιά υπήρχαν στάνες και χρειάζονταν φρέσκο νερό. Το μονοπάτι σ αυτά τα τελευταία 2,5 χιλιόμετρα είναι πανέμορφο, εξαιρετικής βατότητας, φαρδύ και κινείται μέσα σε πυκνό δάσος οξιάς. Στην έξοδό του από το δάσος, το μονοπάτι οδηγεί μέσα από ένα ξέφωτο στο καταφύγιο «Δημήτρης Μπουντόλας» στην τοποθεσία Σταυρός, στο Κ-52 της διαδρομής, σε υψόμετρο 930 μέτρων. Εδώ φιλοξενείται ο 8ος και τελευταίος σταθμός υποστήριξης και τροφοδοσίας του Lost Trail.
Από εδώ κατηφορίζουμε τα σκαλοπάτια του καταφυγίου και βγαίνουμε στην άσφαλτο, όπου και ακολουθούμε την δεξιά και ανηφορική της κατεύθυνση για περίπου 200 μέτρα. Εκεί φαίνεται μονοπάτι που κατηφορίζει στην αριστερή άκρη του δρόμου, σηματοδοτημένο. Το ακολουθούμε και αμέσως μετά το ξεκίνημά του γίνεται επίπεδο με ελαφρά κατηφορική κλίση και καλογραμμένο. Με μερικούς ελιγμούς για τα επόμενα 1000 μέτρα ανηφορίζει ήπια και φτάνει στη θέση Χαντόλια, όπου μετά από 50 ολόκληρα χιλιόμετρα διαδρομής, κλείνουμε τον κύκλο του Lost! Από εδώ και πέρα πλέον απομένουν 3,5 χιλιόμετρα κατάβασης πάνω στο ίδιο ίχνος που μας έφερε ως εδώ από την εκκίνηση (out-and-back). Κατηφορίζουμε φτάνοντας στη Ζηλνιά, στη στροφή του αυτοκινητόδρομου και στη συνέχεια από όλο το υπόλοιπο γνωστό μονοπάτι της εκκίνησης μέχρι το Λάκκο, όπου βρίσκεται ο τερματισμός του αγώνα.