Όλυμπος, Αρχαιολογία

Όλυμπος > Αρχαιολογία

 

Οι αρχαιολογικές μελέτες και η έρευνα για την ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου είναι σχετικά λιγοστές, παρά την πλούσια -όπως διαφαίνεται- ιστορία της περιοχής στην αρχαιότητα. Η αρχαιολόγος Έφη Πουλάκη-Παντερμαλή, η οποία από την δεκαετία του 1980 είναι υπεύθυνη των ανασκαφών στην περιοχή της Πιερίας, έχει γράψει στην προσωπική της ιστοσελίδα, αφιερωμένη στον Όλυμπο, μια εξαιρετικά αξιόλογη εκλαϊκευμένη μελέτη για την αρχαία Πιερία, με έμφαση στις παρολύμπιες περιοχές, αποσπάσματα της οποίας παρουσιάζονται παρακάτω, με την ευγενική άδειά της. Έγινε προσπάθεια, με την επιλογή τμημάτων του αρχικού κειμένου της κ. Πουλάκη-Παντερμαλή να δημιουργηθεί ένα νέο εμπεριστατωμένο κείμενο, που να επικεντρώνεται κατά το δυνατόν στη συνοπτική διαδρομή της ιστορίας της αρχαιότητας στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο αλλά και στον Όλυμπο ειδικότερα. Με τον τρόπο αυτό θα είναι αξιοποιήσιμο από έναν μέσο επισκέπτη της ιστοσελίδας του Olympus Mythical Trail, ο οποίος θα ήθελε να έχει μια συνολική εικόνα για την ιστορία της περιοχής στα χρόνια της αρχαιότητας.  

 

 

Η Νεολιθική Περίοδος

 

Μια  ειρηνική επανάσταση, η νεολιθική,  έφτασε στην Ελλάδα σιωπηλά στα τέλη της 7ης χιλιετίας π.Χ.  Με πρωτόγνωρες μέχρι τότε ταχύτητες, επρόκειτο σύντομα να αλλάξει την όψη του φυσικού  τοπίου.   Ίσως ήλθε από την Ανατολή με θαλασσινούς ταξιδιώτες, ίσως  με κάποιους αποίκους, ίσως πάλι και να γεννήθηκε αυτόνομα στην Ελλάδα.  Γεγονός είναι ότι ο άνθρωπος εγκατέστησε τότε στην Ευρώπη μία  ανεκτίμητη περιουσία: την τεχνογνωσία που ήταν απαραίτητη για την γεωργική καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Χάρη στη νέα γνώση που έφερε αυτή η εποχή μαζί της,  οι κυνηγοί και οι τροφοσυλλέκτες του ανήμερου τοπίου μεταμορφώθηκαν γοργά σε καλλιεργητές της μάνας γης, αγρότες. Οι νέες κατακτήσεις ξαπλώθηκαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο.  Από την πατρίδα μας μεταφέρθηκαν στη συνέχεια και στην υπόλοιπη Ευρώπη.  Έτσι, οι  επαναστατικές κατακτήσεις που ξεκίνησαν από το νοτιότατο άκρο της Ευρώπης στα τέλη της έβδομης χιλιετίας, έφτασαν  στο βόρειο άκρο της πολλούς αιώνες αργότερα, δημιουργώντας μία πυκνοκατοικημένη Ευρώπη που οι μακρινές της καταβολές οδηγούσαν στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία…. Η επιβίωση που έγινε ευκολότερη και ο  ακατάλυτος δεσμός του ανθρώπου με τη γη,  άλλαξαν έκτοτε  τους ρυθμούς της ιστορίας… Οι άνθρωποι στην Ελλάδα ονόμασαν τη Μάννα Γη «Δήμητρα» (Γη Μήτηρ) και τη λάτρεψαν ως θεά που προσφέρει στερεά τροφή στους ανθρώπους.

 

Από τη νεολιθική επανάσταση  δύο  είναι οι γνωστοί οικισμοί στην περιοχή του Μακεδονικού Ολύμπου:  ένας στην Κονταριώτισα, ανεξερεύνητος,   και ένας στην Πηγή Αθηνάς τρία χιλιόμετρα βόρεια  του νομού Λάρισας, κοντά σε μία πηγή αέναης ροής.  Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εργασιών της ΠΑΘΕ σε διαπλάτυνση της Εθνικής Οδού και εποπτεύει τη νοτιότερη παραθαλάσσια πεδιάδα της Μακεδονίας, πάνω από τις εκβολές του Πηνειού.  Επειδή θεωρείται ότι η κλιματική αλλαγή του τέλους των  παγετώνων είχε ήδη δημιουργήσει μία μεγάλη απόθεση, και ότι κατά τη Μέση προς Νεώτερη Νεολιθική, ξανασημειώθηκαν νέες αποθέσεις, μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχε αρκετή γη για γεωργική εκμετάλλευση κύριο λόγο της εγκατάστασης, σε συνδυασμό με το φυσικό πέρασμα βορρά-νότου και τις πηγές που ακόμη και σήμερα δροσίζουν τους ταξιδιώτες.  

 

Η Εποχή του Χαλκού

 

Η τρίτη χιλιετία π.Χ. βρήκε τον ελληνικό χώρο πολύ πιο πολύπλοκο και εξειδικευμένο, αφού στην διάρκεια των χιλιετιών που είχαν περάσει οι κοινωνίες είχαν τη δυνατότητα να εξελιχθούν τοπικά. Την εξέλιξη σφράγισε η γεωγραφική ιδιομορφία του ελληνικού τοπίου αφού η κατακερματισμένη φύση του ελλαδικού κορμού και ο απέραντος μικρόκοσμος των νησιών του ευνόησαν την ανάπτυξη των τοπικών χαρακτηριστικών και τον μέχρι σήμερα τοπικισμό των ανθρώπων. Κύριο χαρακτηριστικό της νέας εποχής ήταν η επαναστατική κατάκτηση της μεταλλουργίας και η αυξημένη δραστηριότητα του εμπορίου που προκλήθηκε από την ανάγκη προμήθειας των μετάλλων. Το περίσσευμα πλούτου που έφερε το εμπόριο και η μαζική παραγωγή των αποτελεσματικότερων μέχρι τότε όπλων της ιστορίας οδήγησαν σε νέα διαστρωμάτωση της κοινωνίας και σε οχυρωμένους οικισμούς που ήταν απαραίτητοι για την προστασία των  κέντρων εξουσίας και των συσσωρευμένων θησαυρών των νέων καιρών.  Οι θαλασσινοί δρόμοι του Αιγαίου που συνέδεαν τα πρώτα κέντρα ανάπτυξης Ευρώπης και Ανατολής γνώρισαν τότε, στην πρώιμη εποχή του χαλκού, την πρώτη ώριμη φάση της δικής τους πρωτοκοσμικής δράσης και ανάπτυξης.

 

Η αρχή της τρίτης χιλιετίας εντοπίστηκε τόσο στην Πηγή Αθηνάς,   όσο και στην κομβική θέση του Πλαταμώνα, θέση  του Ηρακλείου, νοτιότερη πόλη της Πιερίας ως την ίδρυση της Φίλας.   Οι οικοδομικές του φάσεις από την Πρώιμη  Εποχή Χαλκού μέχρι σήμερα μόλις πρόσφατα εντοπίστηκαν, στη Κρανιά, περιοχή λιμανιού του Ηρακλείου, στους βόρειους παραλιακούς λόφους, μια παραλία προστατευμένη χάρη στη   «πλαταμώδη άκρα» του κάστρου, μοναδικό πλαταμώνα του Ολύμπου στη θάλασσα.  Την αρχαιότατη αυτή εγκατάσταση σηματοδοτούν  περίβολοι και εργαστηριακές εγκαταστάσεις.  Τυχόν παλιότερη εγκατάσταση είναι  πιθανή. Στις αρχές της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας, αρχές της λεγόμενης μέσης εποχής του χαλκού,  κυριάρχησε στον αιγιακό χώρο η πρώτη  μεγάλη  ναυτική και εμπορική δύναμη της Ευρώπης,  η Κρήτη.  Από αυτή την εποχή είναι δεδομένη η ιστορική μνήμη της ελληνικής αρχαιότητας, έστω κι αν καταγράφηκε αρκετούς αιώνες  αργότερα.

 

Όμως, γύρω στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας πΧ., μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, τις φυσικές καταστροφές που ακολούθησαν και άλλα ίσως γεγονότα, οι χώροι όπου  χτυπούσε η καρδιά του Αιγαίου, τα μινωικά ανάκτορα,  ενταφιάστηκαν  κάτω από ερείπια. Η εξουσία μεταφέρθηκε την εποχή αυτή, την ύστερη εποχή του χαλκού, στον ελλαδικό κορμό, όπως ίσως και κάποιοι φυγάδες από τους τόπους που είχε χτυπήσει η οργισμένη φύση.  Η ελλαδική χερσόνησος βγήκε από την αφάνεια και κυριάρχησε  στα δρώμενα του αιγιακού χώρου.  Νέα διοικητικά, θρησκευτικά και οικονομικά κέντρα έγιναν οι μυκηναϊκές ακροπόλεις. Πρώτος ανάμεσα σε ίσους ήταν ο άρχοντας των Μυκηνών.  Έτσι,  η ύστερη εποχή του χαλκού ονομάζεται συμβατικά και “μυκηναϊκή”. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, στηριγμένος στη πλούσια ελλαδική αλλά και τη νησιωτική παράδοση αναπτύχθηκε και κυριάρχησε στη Μεσόγειο όπως παλιότερα ο Μινωικός.

 

Το πρώτο μισό της 2ης  χιλιετίας έχει έντονη παρουσία στην περιοχή του Ολύμπου, με μνημειακές κατασκευές σε οικισμούς και νεκροταφεία.   Στην Κρανιά υψώθηκε ένα μεγάλο τεχνικό έργο με λιθοστρώσεις  προκειμένου να κατασκευαστεί ένας μνημειακός περίβολος και να στερεωθούν τα πρανή για τις σπάνιες αλλά επικίνδυνες φορές που πλημμύριζε ο οικείος χείμαρρος. Ίσως όμως και για την προστασία των πηγών που κυλούσαν προς τη θάλασσα. Στην Πηγή Αθηνάς, λειτούργησε ένα νεκροταφείο τύμβων σε γραμμική διάταξη τοποθετημένων (πιθανόν λοιπόν δίπλα σε αρχαίο δρόμο στη θέση της Εθνικής Οδού), κατασκευασμένων από τρόχαλα χειμάρρων και με περίβολο από μεγαλύτερα τρόχαλα,  επί λιθοστρώσεων που ισοπέδωσαν την πλαγιά με τη βοήθεια περιβόλων.  Οι τάφοι συχνά περιβάλλονταν από λιθοσειρά  και επισημαίνονταν κάτω από τον τύμβο με  μικρής έκτασης τοπική λιθορριπή. Περιείχαν ατομικές ταφές, ακτέριστες ή με ένα συνήθως αγγείο, σε πολύ βαθύς λάκκους,  κάποτε με σκαλοπάτι καθόδου. Στον τύμβο υπήρχε πάντα κεντρικός τάφος, κατά κανόνα ο μνημειακότερος. Στα άνδηρα και τους τύμβους υπήρχαν δυσερμήνευτες κατασκευές,  συνήθως κυκλικές.  Σε μερικές βρέθηκαν οστά, αγγεία, και σε μία περίπτωση πιθανό  σήμα.  Δυσερμήνευτο είναι επίσης τμήμα ορθογώνιου χώρου και δύο μικρότερες ορθογώνιες κατασκευές, που διέκοπταν τον περίβολο του τύμβου.  Μέσα στη λιθορριπή, χύδην ή  εντός κατασκευών,  υπήρχαν αγγεία και άνθρακες.  Οι νεκροί ήταν συνεσταλμένοι και ψηλοί.  Ο  μέσος όρος ύψους υπολογίζεται γύρω στο 1,70 μ.,  αλλά υπήρχαν νεκροί που έφταναν ή και ξεπερνούσαν το 1,90. Λίγα ήταν τα μικροευρήματα και αρκετή η κεραμική. Φαίνεται να χρονολογείται στα τέλη της Μέσης και αρχές της Ύστερης Εποχής Χαλκού. Συχνότερο αγγείο της εποχής είναι ο κάνθαρος, πολύ αγαπητός στην περιοχή και αργότερα, στα  νεκροταφεία τύμβων της Εποχής του Σιδήρου.

 

Η τυχόν όμως πολιτιστική σχέση του αρχικού πυρήνα του βασιλείου της Κάτω Μακεδονίας με τη Θεσσαλία στις σκοτεινές πρώιμες φάσεις του, είναι εξαιρετικά σημαντική για το πολυσυζητημένο θέμα της καταγωγής των κατοίκων της. Η “μυκηναϊκή” εποχή  εντοπίστηκε  σε ολόκληρη σχεδόν την περιοχή:  στον Άγιο Δημήτριο, στα Στενά της Πέτρας, το Λιτόχωρο, την Παλιά Λεπτοκαριά και τα Λείβηθρα. Tο πρώτο νεκροταφείο  είναι το μόνο που ανασκάφηκε και βρίσκεται στη θέση Σπάθες-Ξερολάκκι, σε απότομη πλαγιά του Ανω Ολύμπου, επί του ορεινού όγκου Καρδαράς-Βουλγάρα- ανατολικά του Αγίου Δημητρίου, υψόμ. 100-1100 μ. Εχει πλήρη εποπτεία του μεγαλύτερου ορεινού περάσματος του Ολύμπου από την Πέτρα προς Πύθιο διά του οροπεδίου του Αγίου Δημητρίου και των Στενών της Πέτρας (Παλιά Εθνική Οδός).   Είναι άγνωστος ο οικισμός που σχετίζεται με το νεκροταφείο, αλλά δεν ερευνήθηκαν όλα τα υψώματα που περιβάλλουν τους τάφους. ...Όπως και σε άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδος (Ήπειρο, Θεσσαλία), στην περιοχή του Ολύμπου κυριαρχούν κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού οι κιβωτιόσχημοι τάφοι, κατά  κανόνα πλακοπερίβλητοι (Σπάθες, Στου Λάκκου το αμπέλι, Λείβηθρα, Λιτόχωρο). Στη νότια Ελλάδα, ο τύπος αυτός χαρακτηρίζει τη μεσοελλαδική κυρίως εποχή, με ενδεχόμενη αναγωγή του τύπου σε πρωτοκυκλαδικά πρότυπα.

 


Η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου

 

Μετά τα τρωϊκά, ακολούθησε μία εποχή γενικότερης αναστάτωσης στη Μεσόγειο. Τη σφράγισαν η πτώση του χεττιτικού  βασιλείου, οι επιδρομές των θαλασσινών  λαών στα παράλια της Αιγύπτου, ίσως κάποιος σεισμός στα τέλη του 13ου αιώνα, αλλά και οι εσωτερικές μετατοπίσεις των ελληνικών λαών από τις οποίες η “κάθοδος των Δωριέων” και η “επιστροφή των Ηρακλειδών” στη Πελοπόννησο είναι οι επιφανέστερες.   Η νέα  κατάσταση, ίσως και κάποιοι παράγοντες που σήμερα δεν γνωρίζουμε, οδήγησαν μία ιστορική καταστροφή:   την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1200 πΧ.  Ως το 1100,  η μνημειακή αρχιτεκτονική και οι μεγαλόπρεπες  ταφές της άρχουσας τάξης, οι Τέχνες και οι τεχνικές, η Γραμμική Β γραφή, οι κοινωνικές και οι πολιτικές δομές των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών θεσμών, όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού  αργά η γρήγορα ξεθώριασαν και χάθηκαν.  Έγιναν μεγαλεία παλιά, τελειωμένα, ζωντανά μόνο στη φαντασία των καθημερινών ανθρώπων και το τραγούδι των ραψωδών. 

 

Ο τόπος έμεινε εσωστρεφής,  φτωχός και απομονωμένος, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο  αιώνα π.Χ. Παρά τις κάποιες διαφοροποιήσεις που έχουν σημειωθεί, την αρχαιολογική εικόνα σφραγίζει μία  δυσερμήνευτη αλλαγή πορείας από το παρελθόν  και ένας καινούριος δρόμος,   σκοτεινός  για μας και δύσκολος για εκείνους, καθοριστικής όμως σημασίας για τους επόμενους αιώνες και για την ευρωπαϊκή ιστορία γενικότερα.  Ένας δρόμος που στα πρώτα του βήματα κυριαρχεί η εσωστρέφεια και η απομόνωση,  η συρρίκνωση της οικονομίας  σε γεωργία, κτηνοτροφία και βιοτεχνία  των άμεσων αναγκών  και με οικογενειακό χαρακτήρα, οι ομαδικές μεταναστεύσεις και ο  δημογραφικός μαρασμός,  άλλοι τύποι ρούχων, άλλοι τύποι τάφων και σπιτιών και άλλος χαρακτήρας του υλικού πολιτισμού γενικότερα. 

 

Αγνωστη είναι η αιτία της αλλαγής που προκάλεσε την απομόνωση και τον οικονομικό μαρασμό αυτών των χρόνων.  Ίσως να οφείλεται στις  μετά τα Τρωϊκά κοινωνικές ταραχές και μετατοπίσεις  των ελληνικών λαών που αναφέρουν  ο Θουκυδίδης και το σύνολο της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Ισως πάλι, κλιματολογικοί και άλλοι φυσικοί παράγοντες να προκάλεσαν καταστροφές στην  αγροτική οικονομία  ή να  αποκόπηκαν οι επικοινωνίες και να νέκρωσε το εμπόριο και η οικονομία γενικότερα, με τη  δραστηριότητα  των θαλασσινών λαών στις ελληνικές θάλασσες, όπως και στην Ανατολή και την Αίγυπτο.  Ίσως τέλος, η αλλαγή να οφείλεται σε όλους τους παραπάνω λόγους και σε άλλους που σήμερα δεν γνωρίζουμε. Οι περισσότεροι οικισμοί φαίνεται πως ήταν  μικροί, ευρύχωροι και αραιοκατοικημένοι, αλλά υπάρχει και η άποψη ότι μερικά παλιότερα κέντρα εξακολούθησαν να έχουν ιεραρχημένες κοινωνίες των 500, 1000, και 2000 κατοίκων. Σημαντικότερα γνωστά ελληνικά κέντρα στην Ελλάδα ήταν μεταξύ άλλων  η Αθήνα και  η  Εύβοια  η οποία  από τον 10ο αιώνα άνοιξε καινούριους δρόμους, απέκτησε  σχέσεις με την Ανατολή και συνέβαλε στην έξοδο της αιγαιακής  Ελλάδας   από την απομόνωση και τον μαρασμό. Η εποχή που ανέτειλε και επρόκειτο σταδιακά να οδηγήσει την Ελλάδα σε μία νέα αναγέννηση, ονομάζεται «Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου» επειδή η τεχνογνωσία του σιδήρου  αντικατέστησε τον χαλκό για την κατασκευή  όπλων και εργαλείων. 

 

Λίγα είναι δυστυχώς τα αρχαιολογικά ευρήματα από τα πρώτα χρόνια της  νέας εποχής, κυρίως από νεκροταφεία, γι αυτό και συχνά θεωρείται «Σκοτεινή».  Αυτή είναι ωστόσο η εποχή που έμαθε στον απλό λαό  να γράφει και να διαβάζει ελληνικά, που προετοίμασε στις ελληνίδες πόλεις-κράτη το έδαφος για  τα πρώτα δημοκρατικά πολιτεύματα της Ευρώπης και που οδήγησε σταδιακά στο πολιτιστικό θαύμα της κλασσικής αρχαιότητας.  Αυτή είναι επίσης η εποχή που διέδωσε τη χρήση ενός επαναστατικού υλικού που οι ανθρώπινες κοινωνίες επεξεργάζονται για πολλούς αιώνες αργότερα: κατάλληλος για σκληρά και  ανθεκτικά εργαλεία, ιδανικός για τη κατασκευή  των όπλων μέχρι σήμερα, εισάγεται την εποχή αυτή στο πόλεμο και αρχίζει να διαδίδεται στη κοινωνία ο σίδηρος. Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου τα γεγονότα της εποχής του χαλκού έγιναν μνήμη ποιητική και κύριο εργαλείο παιδείας. Η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του τόπου έμεινε ζωντανή χάρη στους θεράποντες των Μουσών που παρέδιδαν τραγουδώντας τα δρώμενα των παλιότερων,  ηρωικών γενεών. Ανάμεσά τους και ο θρύλος της αρχαιότητας, ο Όμηρος.  Η μακεδονική κοινωνία θα  συνέχιζε μέχρι αργά στην ιστορία τους αρχαϊκούς θεσμούς που περιγράφει στα κείμενα του.

 

Οι αιώνες από τα τέλη του 11ου  ως και τον 8ο, ονομάζονται «Πρωτογεωμετρικοί» και «Γεωμετρικοί» στη συνέχεια, επειδή ξεκινώντας από την ιωνική Αθήνα,  τα ανεικονικά γεωμετρικά συστήματα έγιναν κύριος τρόπος της διακόσμησης στα πήλινα αγγεία, τα αντικείμενα δηλαδή που υπομνηματίζουν τις αρχαιολογικές ανασκαφές και την ιστορία της αρχαιότητας.  Τα καθημερινά αυτά ευρήματα που συνόδευαν τους απλούς ανθρώπους στην προσωπική τους ζωή, αποτέλεσαν τότε μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που διαδέχθηκαν ομαλά την παλιά τους παράδοση σε μία καινούρια εξέλιξη. Πληροφορίες για την εποχή είναι δυνατόν να ανιχνευθούν και στα ποιήματα του Ομήρου, που φαίνεται να έζησε τον 8ο αιώνα πΧ., παράλληλα με τις αναμνήσεις της παλιότερης, της μυκηναϊκής εποχής, τις οποίες αφηγούνται. Την κοινωνία της νέας εποχής αποτελούσαν οι άριστοι, δηλαδή οι ευγενείς, και ο απλός λαός, ενώ το κενό της εξουσίας που δημιουργήθηκε με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων, σταδιακά θα πρέπει να απλώθηκε σε μία μεγαλύτερη βάση και να καλύφθηκε από ηγέτες-βασιλείς (βασιλεία) των τοπικών φυλετικών κοινωνιών, και αργότερα σε μία ακόμη μεγαλύτερη βάση, δηλαδή τους άρχοντες-ευγενείς των κοινωνιών αυτών (αριστοκρατία)...

 

Αυτή η αναγέννηση, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, φαίνεται να σηματοδοτεί και την ίδρυση των Πόλεων:  πολλές από τις μικρές τοπικές κοινωνίες της νότιας Ελλάδας, των νησιών, και των αποικιών φαίνεται ότι συνενώθηκαν αυτή την εποχή πολεοδομικά και πολιτικά και  δημιούργησαν τις  Πόλεις. Η λέξη είναι γνωστή από τον Ησίοδο αλλά και από τον Όμηρο, όπου η βασιλευομένη Τροία, και όχι μόνο,  συχνά αναφέρεται ως πόλις. Φαίνεται ότι αρχικά δήλωνε το κέντρο εξουσίας του άρχοντα του τόπου, δηλαδή το κάστρο, την ακρόπολη της περιοχής.  Η μεταγενέστερη όμως αστικοποίηση και οι εκατοντάδες των κλασσικών ελληνικών πόλεων συνδέθηκαν στην περίοδο της ακμής τους με ένα ιδιαίτερο μοντέλο οργάνωσης, για το οποίο υπήρξαν περήφανες και χάρη στο οποίο η λέξη απέκτησε ένα ειδικό «πολιτικό» και «πολιτιστικό» φορτίο.  Σηματοδοτεί, (ιδιαίτερα μάλιστα στη σύγχρονη διεθνή έρευνα), την Πόλη-Κράτος των αρχαϊκών/κλασσικών χρόνων, από την οποία επρόκειτο να γεννηθούν, να ριζώσουν στον κόσμο και να επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή μέχρι σήμερα οι έννοιες του πολίτη, του  πολιτισμού και της πολιτικής. Η λέξη «πόλις» ωστόσο, σηματοδοτούσε και την πόλη-οικισμό όπως σήμερα, καθώς και την κοινωνία των ελεύθερων πολιτών της. Ίσως η δημιουργία των πόλεων  ανιχνεύεται αρχαιολογικά σε αλλαγές που παρατηρούνται στον 8ου αιώνα πΧ., όπως η  εγκατάλειψη κάποιων από τους παλιότερους οικισμούς, οι αλλαγές στα ταφικά έθιμα, η δημιουργία ανοιχτών χώρων [πρώτες Αγορές?], η αυξημένη δραστηριότητα στα κεντρικά ιερά, κ.α. Οι παρατηρήσεις όμως των ειδικών βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των υποθέσεων αφού άγνωστα παραμένουν στην πραγματικότητα η αφορμή, ο τρόπος  και η ακριβής χρονολογία της γέννησης του θεσμού. Αυτή είναι επίσης η εποχή που καθιέρωσε οριστικά το ευθύγραμμο/ορθογώνιο σχήμα για το ιδιωτικό σπίτι. Τον 9ο αιώνα είχαν ήδη υπάρξει μερικά παραδείγματα που όμως έγιναν περισσότερα στα μέσα του 8ου,  κυρίως στις πρωτοπόρες Κυκλάδες. Ήταν σπίτια μονόχωρα, ή μέγαρα [ένας μεγαλύτερος χώρος και ένας προθάλαμος] που  με την δημιουργία των πυκνοκατοικημένων οικισμών των νέων πόλεων μπορούσαν να ενταχθούν πολεοδομικά χωρίς να προκαλούν σπατάλη χώρου. Ο 7ος τέλος αιώνας οδήγησε  στην κατάργηση των αψιδωτών και οβάλ σπιτιών, και, σταδιακά, στην τελική επικράτηση του ορθογώνιου σπιτιού με κεντρική αυλή.   Όπως οι περίκλειστοι κόσμοι των πόλεων μέσα στον περίβολο των τειχών τους, έτσι και το ιδιωτικό σπίτι επρόκειτο τελικά να μεταμορφωθεί σε έναν περίκλειστο ιδιωτικό μικρόκοσμο γύρω από την εσωτερική αυλή του. H δημιουργία των πόλεων   δημιούργησε αργά ή γρήγορα την ανάγκη  έργων, κτιρίων, θεσμών και νόμων που θα καθόριζαν τους κανόνες συμβίωσης μέσα σε ένα  πυκνό κοινωνικό περιβάλλον που όφειλε να οργανωθεί  «πολιτικά» και «πολιτισμένα».  Το καθημερινό νερό και οι δημόσιες κρήνες, η ασφάλεια  και η ανεξαρτησία, η δημόσια τάξη και υγεία,  η αγορά και η οικονομία, η διοίκηση, τα δημόσια κτίρια και η λατρεία, οι δρόμοι και οι αποχετεύσεις, τα σκουπίδια και η αποκομιδή τους, οι υποχρεώσεις των ισχυρών και  τα δικαιώματα και υποχρεώσεις  όλων, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που αργά ή γρήγορα έπρεπε να διευθετηθούν  θεσμικά, νομικά, κατασκευαστικά, επισκευαστικά και -πάνω από όλα πολιτικά- μέσα στις κοινωνίες των  πόλεων. Τα πολιτεύματα ήταν ανάλογα με την εποχή και τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες:  αρχικά μοναρχίες και ποικίλα ολιγαρχικά καθεστώτα (βασιλείες, αριστοκρατίες, τυραννίες), για να καταλήξουν στην κλασσική εποχή και σε δημοκρατίες διαφόρων τύπων, συνήθως άμεσου χαρακτήρα  όπου όλοι οι πολίτες έπαιρναν μέρος στην ανώτατη εξουσία της πόλης, την συνέλευση των πολιτών της  (εκκλησία του δήμου).  Υπήρχαν πάντως και παραδείγματα  έμμεσης δημοκρατίας, αντιπροσωπευτικού δηλαδή χαρακτήρα όπως και σήμερα. Η δημοκρατική ισότητα των πολιτών αφορούσε και τότε όπως και σήμερα τα πολιτικά δικαιώματα, και όχι την οικονομική τους κατάσταση.

 

H Μακεδονία, παρέμεινε οργανωμένη «εθνοφυλετικά», με πολίτευμα την παραδοσιακή της βασιλεία που ελεγχόταν μόνο  από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Τα εθνικά βασίλεια της Δυτικής Μακεδονίας υποτάχτηκαν σταδιακά στον Οίκο των Τημενιδών που βασίλευε στην Κάτω, την παραθαλάσσια δηλαδή Μακεδονία. Οι μακεδονικές πόλεις ήταν εξαρτημένες από την κεντρική εξουσία του βασιλιά αλλά ωστόσο αυτοδιοικούμενες. Το μακεδονικό πολίτευμα τις προστάτευσε από τους ανταγωνισμούς που αποδυνάμωσαν τις Πόλεις της νότιας Ελλάδος[34] και οι πλούσιες αγροτικές τους περιοχές παρείχαν μεγαλύτερη αυτάρκεια των απαραίτητων γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων. 

 

Ύστερα από τη μεγάλη προσπάθεια που καταβλήθηκε μετά το 1985, στην περιοχή του Ολύμπου, πρώτου πυρήνα του βασιλείου  της Κάτω Μακεδονίας μαζί με την Ημαθία, εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός νέων αρχαιολογικών χώρων αυτής της εποχής. Ανασκάφηκαν αποσπασματικά  λίγα από τα νεκροταφεία και η περιοχή του λιμανιού του αρχαίου Ηρακλείου. Οι «3 Ελιές» είναι  το παλιότερο νεκροταφείο και  επίπεδο,  δίπλα στην αρχαία Πέτρα. Το νεκροταφείο στις “3 Ελιές”, σε υψόμετρο περίπου 500 μ.,  βρίσκεται πάνω σε  ένα χαμηλό ύψωμα στην είσοδο των Στενών της Πέτρας,  στο ΒΔ τμήμα του Άνω Ολύμπου.  Ο λόφος  πήρε το όνομα του από τρεις άγριες ελιές μέσα στο πυκνό δάσος που τον καλύπτει.  Τα δύο υψώματα,  του οικισμού και του νεκροταφείου,  χωρίζονται από μια βαθιά κοίτη χειμάρρου και επικοινωνούν μεταξύ τους με παλιό, ίσως αρχαίο μονοπάτι.   Πρόκειται για νεκροταφείο παλιότερο από το νεκροταφείο των τύμβων. Όταν αρχίσαμε την ανασκαφή, ελπίζοντας ότι το νεκροταφείο θα ήταν πρώιμο, το πλάτωμα της κορυφής φωτιζόταν από ένα μικρό λιβαδάκι με καμιά δεκαριά “μημόρια”, διάσπαρτα και ενα ερείπιο. Ο επόμενος μήνας υπήρξε θλιβερός.  Το δάσος ήταν άβατο και  κάθε ρίζα απαιτούσε σχεδόν μία μέρα για να βγει.  Τα πάντα ήταν άγνωστα, και οι τάφοι εντοπίζονταν αργά-αργά, με δοκιμαστικές τομές, συλημένοι και κατεστραμμένοι. Μολονότι δεν υπήρχαν στοιχεία για την ύπαρξη πρώιμης ζωής στην Πέτρα, αυτό δεν φαινόταν  απίθανο, για τους εξής λόγους: α. Η οχυρή θέση Πέτρα έχει εξέχουσα στρατηγική σημασία στην είσοδο μέγιστων διόδων του Ολύμπου προς τη Θεσσαλία [Πύθιο κλπ.], και των Πιερίων προς την Άνω Μακεδονία [Βελβενδό, Σέρβια].  β. Το ομώνυμο πέρασμα προς την Θεσσαλία ήταν γνωστό και εν χρήσει στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, αφού είχε προηγηθεί ο εντοπισμός δύο τουλάχιστον θέσεων αυτής της εποχής μέσα στο ίδιο το πέρασμα [Σπάθες, Στου Λάκκου το αμπέλι].  γ. Η περιοχή έχει ήπιο κλίμα (η ελιά είναι αυτοφυής στην περιοχή), νερό όλη την διάρκεια του χρόνου, παραγωγικές δυνατότητες και οικοδομικά υλικά.  δ. Η λέξη “Πέτρα” είναι αρχαιότατη, ομηρική, και περιγράφει την φύση του απόκρημνου λόφου, που περιβάλλεται από βαθιές χαράδρες χειμάρρων και καταλήγει στον περήφανο βράχο της κορυφής. Επιμέναμε λοιπόν για έναν περίπου μήνα, και   εντοπίστηκε έτσι το παλιότερο νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στον Όλυμπο, σε μια επώνυμη μακεδονική πόλη, την Πέτρα. Είναι νεκροταφείο επίπεδο, αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα να έχουν καταστραφεί τύμβοι με εκχερσώσεις και ισοπεδώσεις, αφού είναι μία από τις ελάχιστες οριζόντιες εκτάσεις που προσφέρονται για καλλιέργεια κοντά στον παρακείμενο οικισμό της Πέτρας. Το νεκροταφείο ανασκάφηκε σε μεγάλο ποσοστό από αρχαιοκάπηλους.  Οι εντοπισμένοι τάφοι ήταν  συνολικά 75 αλλά η ανασκαφή δεν ολοκληρώθηκε.

 

Στην παραολύμπια ζώνη του Δίου ήταν γνωστό από παλιότερα ένα νεκροταφείο τύμβων της πρώιμης εποχής του σιδήρου. Δεν είχε ανασκαφεί συστηματικά και δεν ήταν γνωστός ο χαρακτήρας ούτε η έκτασή του, μέχρι το 1985, όταν έγιναν εκτεταμένες εκχερσώσεις στην περιοχή και σωστική έρευνα πολλών μηνών από την ΙΣΤ Εφορεία. Κατά την διάρκεια των ερευνών διαπιστώθηκε ότι το νεκροταφείο εκτείνεται νότια από το ρεύμα Κόρακα μέχρι και βόρεια από το ρεύμα Αράπης. Παρόμοιοι τύμβοι εντοπίστηκαν σε όλους τους πρόποδες του Μακεδονικού Ολύμπου, αλλά  δεν ερευνήθηκαν.  Θα μπορούσαν να χρονολογούνται και στην Εποχή του Χαλκού, τουλάχιστον.  Στα δυτικά όρια της περιοχής μεταξύ Ουρλιά  και Γαβρόλακκου, εκεί όπου ο ορεινός όγκος αρχίζει να υψώνεται απότομα, υπάρχει οικισμός που θα μπορούσε να σχετίζεται, όμως δεν ερευνήθηκε.  Δεύτερος καταστράφηκε στην Κλαδερή. Οι τύμβοι είναι κατασκευασμένοι από  ποταμίσια τρόχαλα με δακτύλιο από τρόχαλα μεγαλύτερα.  Οι ντόπιοι κάτοικοι τους ονομάζουν «τροχαλιές». Η λέξη έχει αρχαία καταγωγή, περιγραφική. Οι περιβόλοι, κατασκευασμένοι από τα ίδια τρόχαλα, ονομάζονται από τους ντόπιους «αρμακάδες». Και αυτή η λέξη έχει αρχαία καταγωγή, επίσης περιγραφική. Ανασκάφηκαν στη σωστική ανασκαφή της ΙΣΤ Εφορείας 57  τάφοι σε 20 τύμβους, αφού πρώτα, στα τέλη του 1984 και τις αρχές του 1985, έγιναν εκτεταμένες εκχερσώσεις χωρίς παρακολούθηση για να δημιουργηθούν νέες εκτάσεις προς καλλιέργεια. Επίσης καταλήφθηκαν βίαια και έγιναν διάφορες νέες επεμβάσεις (οργώματα, ισοπεδώσεις, εκσκαφές  κλπ.) ύστερα από άρνηση της ΙΣΤ Εφορείας να επιτρέψει την άνευ όρων εκχέρσωση.   Μετά τις καταστροφές και ύστερα από οδυνηρά επεισόδια, το σύνολο των εργασιών διήρκεσε 8 μήνες, ως και τον Οκτώβριο του 1985.  Δύο τύμβοι, συνολικά με 7 τάφους, ανασκάφηκαν στη θέση Κλαδερή, μεταξύ Κόρακα και Ξυδιά, βόρεια από τον Αράπη, 3 τάφους, και δεκαπέντε στην πριοχή του Γαβρόλακκα και νότια του Αράπη με 67 τάφους.

 

Ο εντοπισμός των τύμβων του Ολύμπου είναι  αρκετά πολύπλοκος, επειδή κάθε τυμβοειδές έξαρμα δεν είναι απαραίτητα ταφικό, αν και συχνά βρίσκονται δίπλα σε τύμβους που αποδεικνύονται ταφικοί.  Αρκετές περιπτώσεις φαίνονται να είναι αποθέσεις χειμάρρων, ενώ υπάρχουν λιθοσωροί τεχνητοί που είναι ακόμη ανερμήνευτοι. Αντίθετα, πολλοί ταφικοί τύμβοι δεν διακρίνονται επειδή είναι πυκνά καλυμμένοι με πουρνάρια ή έχουν επιχωσθεί  με αποθέσεις ρευμάτων.  Σε μια περίπτωση διαπιστώθηκε η εκμετάλλευση φυσικής απόθεσης χαλικιού για τη δημιουργία του ταφικού τύμβου. Οι τύμβοι των νεκροταφείων είναι κατά προτίμηση συγκεντρωμένοι στις όχθες των χειμάρρων (όπως οι περισσότεροι αρχαιολογικοί χώροι στον Ολυμπο) που  στη ρίζα του όρους βρίσκονται σε μεγάλο ύψος σε σχέση με την κοίτη τους.  Ίσως η συγκέντρωση στις όχθες να ερμηνεύεται από την αμεσότητα της πρώτης ύλης, τις μεγάλες δηλαδή αποθέσεις χαλικιών μέσα στις κοίτες των χειμάρρων.  Διάσπαρτοι τύμβοι υπάρχουν στις πλαγιές και χαμηλότερα  ανάμεσα στους χειμάρρους, σε μικρότερη όμως πυκνότητα.

 

Όπως πρόσφατα διαπιστώθηκε στη «Πηγή Αθηνάς» και στον Βάλτο της Τοπόλιανης, οι ταφικοί τύμβοι από τρόχαλα της περιοχής του Μακεδονικού Ολύμπου ανάγουν την καταγωγή τους στην εποχή πριν από την «μυκηνότροπη» Χαλκοκρατία, τουλάχιστον. «Αρχαία» νεκροταφεία τύμβων με λιθοσωρούς αναφέρονται και από την αρχαιότητα στην Αρκαδία. Οικισμοί των παραπάνω νεκροταφείων δεν ανασκάφηκαν. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκε το νεκροταφείο του γεωμετρικού οικισμού του Ηρακλείου, όπου ανασκάφηκε το σπίτι μιας αγροτικής οικογένειας με βοηθητικές εγκαταστάσεις. Όπως συμβαίνει στο Αιγαίο αυτή την εποχή, η εγκατάσταση βρισκόταν σε  ακρωτήριο, στον λόφο δηλαδή του κάστρου του Πλαταμώνα.  Η λέξη  «πλαταμών» σηματοδοτεί μία λεία «πέτρα» (λείο βράχο) που περιβάλλεται ή καλύπτεται με νερό, όπως και του λόφου του  Κάστρου Πλαταμώνα. Ο βυζαντινός Πλαταμών λοιπόν  δεν θα μπορούσε παρά να είναι και ένας  αρχαίος πλαταμών.  Το Ηράκλειο θα μπορούσε να εκτείνεται και πέραν του συγκεκριμένου λόφου  οπότε ο λόφος του  Κάστρου θα ήταν ο πλαταμώνας του. Η ανασκαφή ήταν μία τομή πλάτους 30 μέτρων που έγινε με αφορμή την κατασκευή της σήραγγας του  σιδηρόδρομου στον λόφο που στεφανώνεται από το κάστρο του Πλαταμώνα. Στην  παραλία νότια του κάστρου  δεν  υπήρχαν ευρήματα.  Η θέση δεν ενδείκνυται για το αναφερόμενο λιμάνι του Ηρακλείου, αφού είναι ανοιχτή στον κακκό αέρα της περιοχής, το νοτιά.  Αντίθετα η Κρανιά, που βρίσκεται  στους βόρειους πρόποδες  του λόφου, σχετίζεται πιθανότατα   με το αναφερόμενο από την αρχαιότητα λιμάνι.  Η φιλόξενη παραλία της προστατεύεται από τον νοτιά χάρη στην  «πλαταμώδη άκρα» του  κάστρου, μοναδικό «πλαταμώνα» του Ολύμπου στη  θάλασσα. Η θάλασαα έχει βαθειά νερά και δυνατότητα να αράξουν καράβια, όπως εξάλλου συνέβαινε μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Η απόσταση από το κάστρο ήταν  370 μέτρα και από τη θάλασσα περίπου 200.  

 

Η ζωή της θέσης ανιχνεύθηκε από  τη Ρωμαιοκρατία ως την αρχή της Χαλκοκρατίας,   με επιχώσεις που έφτασαν τα οχτώ μέτρα και δεν εξαντλήθηκαν. Εντοπίστηκαν τέσσερεις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις, Εποχής Χαλκού, δύο Σιδήρου, μία Αρχαϊκή,  δύο Κλασσικές, τρεις Ελληνιστικές  και μία Ρωμαϊκή. Η διαχρονικότητα της θέσης δεν προκύπτει  μόνο από από τη στρατηγική της σημασία (είσοδος στην πιερική πεδιάδα από τα στενά Ολύμπου/θάλασσας, είσοδος Θερμαϊκού) αλλά και από το γεγονός ότι παρέχει πηγαία νερά, γεωργικές, κτηνοτροφικές, αλιευτικές, κυνηγετικές δυνατότητες, ποικιλία οικοδομικών υλικών, προσπελασιμότητα από  τον κύριο θαλάσσιο και χερσαίο ελληνικό άξονα βορρά-νότου, και προστασία από τον  Ολυμπο. Η  άλωση από τους Ρωμαίους  υπομνηματίζεται με ένα  βαθύ στρώμα καταστροφής των μέσων του 2ου αιώνα. Εγινε  παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο και εγκαταλείφθηκε ως τον 20ο αιώνα. Δεν υπήρχε  βυζαντινή οικοδομική  φάση αλλά ούτε και βυζαντινό στρώμα. Σήμερα,  ο υδροφόρος ορίζοντας  πρωτοεμφανίζεται στη στάθμη της  Μέσης Χαλκοκρατίας και η Πρώιμη Εποχή  Χαλκού  καλύπτεται από  τα υπόγεια ρεύματα.   Η Εποχή του Σιδήρου αποκαλύφθηκε στο μέσον περίπου του βάθους των ανασκαμμένων επιχώσεων. Η παλιότερη φάση της εποχής έληξε με την καταστροφή από φωτιά ενός μνημειακού περιβόλου  της Υστερης Εποχής Χαλκού,  σε  πλαγιά  που την εποχή  της πρώτης του κατασκευής είχε ακόμη μεγάλη κλίση.  Επεμβάσεις της πρώτης αυτής φάσης της Εποχής  Σιδήρου  εξομάλυναν τις κλίσεις  με την κατασκευή λίθινων ανδήρων στον περίβολο,  δίνοντας τη δυνατότητα κάποιων δραστηριοτήτων  που άφησαν αδιάγνωστα  υπολείμματα τοίχων, λιθόστρωτα, διάσπαρτα πλιθιά και προϊόντα εκκαμίνευσης. 

 

Όπως σε πολλές περιπτώσεις, η Κρανιά εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 8ου αι. Βίαια, με ενιαίο στρώμα καταστροφής από φωτιά, χρονολογημένο με πολυάριθμες πρώιμες πρωτοκορινθιακές κοτύλες. Η ποσότητα της κεραμικής είναι τεράστια και σε μέγιστο ποσοστό τροχήλατη.[65] Το ποσοστό των γραπτών είναι μεγάλο, συχνά εξαιρετικής ποιότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις κοτύλες, πολλές ωοκέλυφες της Κορίνθου, αλλά όχι μόνο. Πέραν των κορινθιακών εισαγωγών και τον Θεσσαλο-ευβοϊκό κύκλο με τον οποίο έχει διαχρονική σχέση η περιοχή, έντονη παρουσιάζεται η επαφή με το Αιγαίο. Παρόλη την αποσπασματική εικόνα της ανασκαφής και όσων πρόλαβαν να γίνουν αντιληπτά πριν καταστραφούν χωρίς ανασκαφή, προκύπτουν ενδείξεις ότι η κύρια εγκατάσταση βρισκόταν στους 3 λόφους Κρανιάς: τον λόφο του Κάστρου και τους δύο επόμενους βορειότερα.  Κλείνοντας, μπορούμε να περιγράψουμε την Κρανιά ως μία αραιοκατοικημένη εγκατάσταση, στην περιφέρεια ενός πανάρχαιου οικισμού, μάλλον του Πιερικού Ηράκλειου. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν δημητριακά, όσπρια, κηπευτικά, και δέντρα. ψάρευαν στη παραλία ψάρια, καβούρια και άπειρες αχιβαδούλες, πιθανόν για χρήση όχι αποκλειστικά διατροφική.  άγνωστο για ποιο λόγο και λεία όστρακα από σπασμένα αγγεία των προγόνων τους, που τα είχε ξεβράσιει η θάλασσα, όπως σήμερα. Έτρεφαν γιδοπρόβατα, άλογα, μουλάρια και γαϊδουράκια, σκυλιά και ανάμεσα στις ασχολίες τους ήταν το κυνήγι λαγού, αγριόχοιρου, κάποια επεξεργασία μετάλλων, η υφαντική και η κεραμική: προφανώς η χειροποίητη, αλλά μάλλον και μέρος της τροχήλατης που αποτελεί μέγιστο ποσοστό των οστράκων. Οι ντόπιοι ήταν σε επαφή με την υπόλοιπη Ελλάδα, ιδίως την Εύβοια, το ανατολικό Αιγαίο και την Κόρινθο, από όπου εισήγαγαν την καλή τους οικοσκευή. Άγνωστο τι έδιναν σε αντάλλαγμα, αν όμως φανταστούμε τις μεγάλες ναυπηγικές ανάγκες στις ρότες της ελληνικής αναγέννησης, τότε η ξυλεία από τον Όλυμπο θα ήταν σίγουρα σπουδαίο αντάλλαγμα. Αν αυτή είναι η εποχή που αναδύεται μία καινούρια Ελλάδα στο νότο και τις απανταχού αποικίες, αυτή είναι και η εποχή που αναδύεται μια παρόμοια και στα αιγιακά παράλια της Γης Μακεδονίδος, πρώτου πυρήνα του ανερχόμενου έκτοτε βασιλείου της Κάτω Μακεδονίας. Αν αναζητούμε παρεκκλίνουσες διαφορές, μάλλον θα ατυχήσουμε..

 

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι τα προϊστορικά και πρωτοϊστορικά ευρήματα που εντοπίστηκαν τα τελευταία χρόνια στον μακεδονικό Όλυμπο έρχονται απλώς να υπομνηματίσουν τα ελληνικά ονόματα της περιοχής: ονόματα με πρώιμη αύρα χάρη στον ομηρικό χαρακτήρα τους και τον μύθο που τα συνοδεύει. Σε μία περιοχή ιστορικά συνδεδεμένη με τον πυρήνα του βασιλείου της γενιάς του Αλέξανδρου, η αρχαιολογική εικόνα που προκύπτει άριστα εφαρμόζει στη συναρπαστική εικόνα της Ελλάδος γενικότερα. Ο θεσσαλο-Ευβοϊκός κύκλος είναι ο πλησιέστερος.


 

Αρχαϊκή Εποχή

 

Από πρώτο-ιστορική άποψη (εποχές χαλκού και πρώιμη σιδήρου) η περιοχή του  Ολύμπου είναι σημαντική επειδή σχετίζεται με πρώιμες φάσεις της ιστορίας της Μακεδονίας. Αυτό προκύπτει από μια αρκετά μεγάλη σειρά αρχαίων χωρίων και είχε επισημανθεί στη σύγχρονη έρευνα πριν από τα αρχαιολογικά ευρήματα (Πέτρα, Δίον, Λιτόχωρο, Λείβηθρα, Ηράκλειο-Πλαταμών) που το επιβεβαίωσαν. Όλα ανήκουν στον πρώιμο “ελληνικό” κύκλο. Το αντίθετο αν υπάρχει αποτελεί εξαίρεση. Αναμενόμενο ίσως, αφού η παράδοση συνδέει την περιοχή με γνωστές ομάδες της ελληνικής πρωτο-οικογένειας. Η αρχαιολογική εικόνα που προκύπτει άριστα εφαρμόζει στην συναρπαστική αινιγματική εικόνα του τέλους της εποχής του χαλκού και της αρχής της πρώιμης εποχής του σιδήρου στον ελληνικό χώρο, με κάποιες  μεσο-ελλαδικές επιβιώσεις. Αν πρέπει να αναζητήσουμε σύγχρονο κύκλο “επιδράσεων”, ο θεσσαλικός-ευβοϊκός κύκλος φαίνεται ο πλησιέστερος.  Οπως ήταν αναμενόμενο, η αρχή μιας ιδιαίτερης αλλαγής βρίσκεται στην μεταβατική  εποχή από το τέλος της εποχής του χαλκού προς την εποχή του σιδήρου.

 

 Στα τέλη της πρώιμης εποχής του σιδήρου, οι  δρόμοι  του Αιγαίου, κύριο εργαλείο ανάπτυξης παλιότερων χρόνων, γνώρισαν μία νέα περίοδο δραστηριότητας και ο ελληνικός χώρος βρέθηκε στη τελική ευθεία προς την κορυφαία στιγμή της ιστορίας του. Κυκλαδίτες, Σάμιοι, Χίοι και άλλοι Ιωνες, Αιολείς, Μεγαρείς και Κορίνθιοι κινήθηκαν στο βόρειο Αιγαίο, αποίκισαν και εκμεταλλεύθηκαν τα βορειοελλαδικά παράλια, αλλά και την Προποντίδα και τον  Εύξεινο Πόντο. 

 

“Oλοι οι αρχαιολόγοι είχαμε διαπιστώσει ως τώρα “ιωνικές” επιδράσεις στα έργα τέχνης που είχαν βρεθεί στον βορειοελλαδικό χώρο και χρονολογούνταν ως τα τέλη περίπου του 5ου πχ. αιώνα, όταν η αττική κοινή είχε πια επιβληθεί. Νομίζω ότι τα ευρήματα των ανασκαφών των τελευταίων χρόνων στη Μακεδονία όχι μονάχα επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση αυτή, αλλά μας οδηγουν ακόμη πιο πέρα και μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε μιαν ακόμη τολμηρότερη, ισως και ουσιαστικότερη προσέγγιση. Όταν μιλούμε για “επίδραση” έχομε στο νου μας κάποια στοιχεία που έρχονται να προστεθούν και να επηρεάσουν τον αρχικό πυρήνα ενός άλλου, ξένου, πολιτιστικού ή καλλιτεχνικού κόσμου. Έτσι λχ. μιλούμε για τις ανατολικές επιδράσεις στην ελληνική τέχνη του 7ου αι.πΧ. ή για τις ελληνικές επιδράσεις στην τέχνη της Ανατολής. Όμως στην περίπτωση της αρχαϊκής εποχής στη Μακεδονία δεν έχουμε τέτοιες επιδράσεις, αλλά η διαπίστωση που κάνουμε είναι ότι η Μακεδονία και ο βορειοελλαδικός χώρος γενικότερα ανήκουν στον ίδιο πολιτιστικό χώρο ή πολιτιστική κοινότητα που αποκαλούμε “ιωνική” και απλώνεται από τη Ρόδο και τη Μικρά Ασία ως τις βόρειες παρυφές του Αιγαίου και ακόμη βορειότερα.  

 

Πριν από είκοσι χρόνια περίπου και  έχοντας υπόψη τα παραπάνω και τις αρχαίες πηγές, αλλά και προκειμένου να σωθούν από την επερχόμενη «ανάπτυξη» τυχόν  αρχαιότητες που δεν είχαν ακόμη εντοπιστεί, ξεκίνησε το 1985 μία μοναχική επιφανειακή έρευνα στο όρος, ιδιαίτερα στα σύνθετα αλλουβιακά ριπίδια του Μακεδονικού Ολύμπου που τον περιβάλλουν από το υψόμετρο περίπου των 300-400 περίπου μέτρων  μέχρι  τη θάλασσα.  Η περιοχή ήταν κατά το  μεγαλύτερο μέρος της ανεξερεύνητη.  Αιτία ήταν η έλλειψη δρόμων για τροχοφόρα, η συχνά πυκνή βλάστηση, σιωπηλό βασίλειο μεγάλης ποικιλίας φιδιών και σκορπιών, αλλά και άλλων στοιχείων αφιλόξενων για την έρευνα.

 

Τα ριπίδια είναι αποθέσεις μηχανικών ιζημάτων που σχηματίζονται στις παρυφές των βουνών και εντοπίζονται στις εξόδους των ποταμών προς τις πεδιάδες, έχοντας συνήθως την μορφή ανοιχτής βεντάγιας. Πολλά αλλουβιακά ριπίδια βρίσκονται συχνά πολύ κοντά μεταξύ τους  και ενώνονται στον  σχηματισμό που είναι γνωστός ως σύνθετα αλλουβιακά ριπίδια του Ολύμπου. Το γήινο αυτό περιλαίμιο ανηφορίζει ομαλά, κατάσκαπτο από βαθείς χειμάρρους, ως τη ρίζα του κύριου ορεινού όγκου, που υψώνεται απότομα και σχεδόν κατακόρυφα ελάχιστα χιλιόμετρα από τη θάλασσα.  Διασχίζεται υπόγεια από τα νερά του Ολύμπου, που καταλήγουν με πηγές στους πρόποδες του όρους και, κυρίως, στη θάλασσα.  Το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και στην αρχαιότητα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικοί στα ριπίδια ήταν οι ολισθόλιθοι, οι τεράστιοι δηλαδή βράχοι που είχαν κυλύσει από τον Ολυμπο με το τέλος της εποχής των πάγων. Μεγάλος αριθμός τους  σώζονταν μέχρι την δεκαετία του ’80.

 

Άπειρα είναι τα ορεινά μονοπάτια που συνδέουν την Πιερία με την Θεσσαλία,  γνωστά μόνο στους παλιότερους κατοίκους του όρους, ιδιαίτερα στους κτηνοτρόφους, τους ξυλοκόπους, τους «κυρατζήδες» και τους κυνηγούς.  Τα κυριώτερα ωστόσο περάσματα είναι των Τεμπών (ανάμεσα στον Κάτω Ολυμπο και την Όσσα), των Λειβήθρων (ανάμεσα στον Άνω και τον Κάτω Ολυμπο) και της Πέτρας (ανάμεσα στον Ανω Ολυμπο και τον Τίταρο). Οι αναζητήσεις εδώ είχαν  ακόμη μεγαλύτερες  δυσκολίες εξαιτίας των πολύ απότομων κλίσεων.  Πάντως, η ανάβαση και η διάβαση στην απέναντι πλευρά δεν πρέπει να αποτελούσε ιδιαίτερα μεγάλο προβλημα στην αρχαιότητα, όπως και για τους κατοίκους της περιοχής μέχρι πρόσφατα.

 

Στο υψόμετρο 2817 μ., βρίσκεται το ιερό Διός της κορυφής Άγιος Αντώνιος, όπου σε εργασίες θεμελίωσης μετεωρολογικού σταθμού εντοπίστηκαν αναθηματικές στον Δία αρχαιότητες! Μέρος εκτίθεται σήμερα στην πτέρυγα Ολύμπου του Μουσείου Δίου. Πληροφορίες ορειβατών αναφέρουν διάσπαρτες αρχαιότητες και σε άλλες κορυφές του Ολύμπου. Από τον ορειβάτη Νίκου Νέζη συγκεκριομένα αναφέρονται τα εξής:

 

“Πάνω στον κύριο όγκο του Ολύμπου έχουν βρεθεί (και αναφερθεί) από παλιούς εξερευνητές και ορειβάτες, εκατοντάδες μεγάλες συμμετρικές κεραμικές πλάκες διαστάσεων περίπου 30x40x3 εκατοστά, οι οποίες ήταν στρωμένες σε μερικές κορυφές με την μορφή κυκλικών δαπέδων (σχεδόν ίδιες πλάκες υπάρχουν στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου).  Υπολείμματα των κεραμιδιών αυτών, λίγα μεγάλα κομμάτια και πολλά θραύσματα βρίσκονται ακόμα και σήμερα στις κορυφές Πάγος, Καλόγερος, Φράγκου Αλώνι, Μεταμόρφωση, Κακόβρακος, Πύργος και Διακόπτης. Τα κυκλικά δάπεδα μάλλον θα υπήρχαν σε 2 ή 3 κορυφές (Φράγκου Αλώνι, Κακάβρακος ίσως και Μεταμόρφωση) ενώ στις υπόλοιπες φαίνεται ότι οι κεραμικές πλάκες μεταφέρθηκαν αργότερα για διάφορους λόγους (βωμοί, μετερίζια, οροθετήσεις κλπ.) Η ύπαρξη των κεραμικών αυτών δαπέδων στις κορυφές του Ν-ΝΔ τμήματος του Ολύμπου και οι μαρτυρίες για την αναγραφή δύο λατινικών κεφαλαίων γραμμάτων σε πολλές πλάκες, σε συνδιασμό με την ιστορία της περιοχής και τη δράση των ρωμαϊκών λεγεώνων το 2ο πΧ. αιώνα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν στις κορυφές αυτές να είχαν εγκαταστήσει οι Ρωμαίο τα παρατήρητήριά τους και τις φρουρές τους….Θραύσματα κεραμιδιών, αλλά διαφορετικού είδους έχουν βρεθεί και στις κορυφές Σκολιό και Αγιος Αντώνιος, μαζί με λίγα υπολείμματα αρχαίων κτισμάτων [κυρίως στο Σκολιό]…Πιθανώς να πρόκειται για αρχαίους βωμούς, ή για φρυκτώρια ή για τόπους θυσιών που αργότερα χρησίμευαν με διάφορες προσθήκες για χριστιανική λατρεία…»

 

Αρχαιότητες που σχετίζονται με τα φρούρια Κάτω Ολύμπου επισημάνθηκαν στο πέρασμα μεταξύ Άνω και Κάτω Ολύμπου, ενώ ευρήματα υπάρχουν και στην περιοχή Καλλιπεύκης θεσσαλικού Ολύμπου. Σήμερα, ύστερα από χρόνια αναζητήσεων, μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά των πρώιμων αρχαιολογικών εποχών στο όρος, χαρακτηριστικά που αποτελούν τώρα βασικά κριτήρια για την επιλογή νέων περιοχών προς αναζήτηση: Έχουν κοντά τρεχούμενο νερό, βρίσκονται σε φυσικά περάσματα και παραδοσιακούς  δρόμους, μπορούν να είναι σε μεγάλο υψόμετρο, πάντα σε θέσεις με πανοραμική θέα και στρατηγική σημασία.  Παρέχουν γεωργικές, υλοτομικές, κτηνοτροφικές και κυνηγετικές δυνατότητες. Παρέχουν επίσης ποικίλη αφθονία οικοδομικών υλικών. Αν προσθέσουμε τη θάλασσα και τη θέση κλειδί στον άξονα βορρά-νότου, τότε καταλαβαίνει κανείς πόσο άριστα εξυπηρετούσε η περιοχή τους προϊστορικούς της κατοίκους.  Λίγοι χώροι ανασκάφηκαν,   αποκλειστικά για σωστικούς λόγους και αποσπασματικά.

 

 

Αναφορές στην αρχαιότητα, από τον Καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή

 

Εξαιρετικές μαρτυρίες από την αρχαιότητα σχετικά με τον Όλυμπο, βρίσκονται στο βιβλίο του καθηγητή αρχαιολογίας Δημήτρη Παντερμαλή, “ΔΙΟΝ, Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ”. Παρακάτω αναδημοσιεύονται τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό, όπου αναδεικνύεται η σημασία της διάσωσης και καταγραφής πληροφοριών από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ο αιώνα. Στην πρώτη μαρτυρία βασίζεται και το σκεπτικό της δημιουργίας της διαδρομής του Olympus Mythical Trail η οποία επιλέχθηκε να ακολουθεί κατά κάποιο τρόπο την διαδρομή που η ετήσια αυτή πομπή ακολουθούσε, προκειμένου να βρεθεί σε μεγάλο υψόμετρο και να τελέσει θυσίες.

1η Μαρτυρία: “…Κάποιος που είχε ανέβει στον Όλυμπο στα χρόνια της όψιμης αρχαιότητας έλεγε πως, όταν έφθασε εκεί ψηλά, αντιλήφθηκε ένα παράξενο φαινόμενο. Τα σύννεφα αντί να βρίσκονται ψηλά, ήταν πιο χαμηλά από το σημείο που στεκόταν. Εκεί σιγά-σιγά πύκνωναν, άστραφτε και βροντούσε και σε λίγο άρχισε η βροχή, ενώ ψηλότερα υπήρχε αιθρία. Με τις εμπειρίες αυτές εξηγούσαν οι αρχαίοι όσα λέγονταν για τις κορυφές των ψηλών βουνών, ότι δηλαδή διαπερνούν τη ζώνη των καιρικών φαινομένων και μένουν ανέπαφες απ’ αυτά. Ο Πλούταρχος έγραψε το 2ο αι. μ.Χ. ότι σε τακτά διαστήματα ανέβαιναν πομπές που οδηγούσαν μικρά ζώα σε μια κορυφή του μακεδονικού Ολύμπου και εκεί τα θυσίαζαν στο Δία. Στη συνέχεια έκαιγαν στη φωτιά του βωμού το κρέας που ήταν το μερίδιο του θεού, συγκέντρωναν τη στάχτη σε σωρό και χάραζαν επάνω της κάποια γράμματα. Όταν τον επόμενο χρόνο ανέβαιναν ξανά, έβρισκαν τα πάντα άθικτα και τα γράμματα στη στάχτη όπως τα είχαν αφήσει, αφού ούτε αέρας φυσούσε εκεί για να σβήσει ούτε βροχή έπεφτε για να διαλύσει το σωρό. Η αξία αυτής της πληροφορίας όμως δεν εντοπίζεται τόσο στη μετεωρολογική παρατήρηση που εν μέρει είναι ορθή, αφού όντως οι βροχές και οι καταιγίδες στον Όλυμπο ξεκινούν συνήθως από υψόμετρο χαμηλότερο από τις κορυφές. Αντίθετα ιδιαίτερη σημασία έχει η μαρτυρία ενός ιερού κορυφής στον Όλυμπο, που ενισχύει τις σποραδικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σ’ ένα βωμό του Διός στην κορυφή του Ολύμπου.”

2η Μαρτυρία: “…Στην αποστρογγυλεμένη και φιλόξενη κορυφή Άγιος Αντώνιος, νοτίως του Μύτικα και 100 μέτρα χαμηλότερα εντοπίστηκε το 1961 ένα ιερό Διός Ολυμπίου, που τα παλαιότερα ευρήματά του χρονολογούνται στα ελληνιστικά χρόνια. Τα περισσότερα προήλθαν από την εκσκαφή για τη θεμελίωση μετεωρολογικού σταθμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μικρές μαρμάρινες στήλες, θραύσματα γλυπτών, κομμάτια από αγγεία και χάλκινα νομίσματα που ήταν θαμμένα μέσα σε παχύ στρώμα στάχτης, καμένων ξύλων και οστών μικρών ζώων. Άλλα ευρήματα υπήρχαν σκορπισμένα στην επιφάνεια, όπως τα δύο βάθρα αγαλμάτων που βρίσκονται ακόμα στην κορυφή. Φαίνεται ότι, όπως συνηθιζόταν στην αρχαιότητα, μετά από χρόνια χρήσης έθαψαν σε λάκκο τα υπολείμματα των θυσιών και τα αναθήματα που είχαν στο μεταξύ φθαρεί. Σε τρεις από τις στήλες διαβάζεται ακόμα το όνομα του Ολυμπίου Διός. Πιθανότατα στην ίδια κορυφή είχε εντοπίσει ο Γερμανός Helmut Schaffel το καλοκαίρι του 1923 ίχνη βωμού και όστρακα αγγείων. Δεν αποκλείεται το ιερό αυτό στον Άγιο Αντώνιο, στα 2817 μέτρα, να είναι το ίδιο ιερό του Ολυμπίου Διός για το οποίο μιλούν οι αρχαίοι συγγραφείς...

3η Μαρτυρία: “…Χαμηλότερα, στις δυτικές υπώρειες του Ολύμπου που βρίσκονται σε υψόμετρο γύρω στα 1000 μέτρα υπήρχε το Πύθιον, το ιερό του Δελφικού Απόλλωνα, απ’ όπου ο Ξεναγόρας, ο γιος του Ευμήλου, στα ελληνιστικά χρόνια είχε μετρήσει με διόπτρα και γεωμετρική μέθοδο το ύψος του Ολύμπου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν γραμμένο σε αναθηματική στήλη που βρισκόταν στο ιερό του θεού ως τουλάχιστον και το 2ο αι. μ.Χ. Εκεί γινόταν λόγος για ένα ύψος περίπου 1960 μέτρων (10 στάδια και 96 πόδια) στο οποίο, αν προστεθεί το υψόμετρο της περιοχής απ’ όπου ο Ξεναγόρας έκανε τις μετρήσεις, προκύπτει μια συνολική τιμή γύρω στα 2960 μέτρα που λίγο απέχει από την πραγματική...

4η Μαρτυρία: “…Με τις λατρείες όμως ήταν συνδεδεμένη περισσότερο η ανατολική πλευρά του Ολύμπου, αυτή που βλέπει προς θάλασσα. Στα Λείβηθρα υπήρχε ένα σπουδαίο Τελεστήριο του Διονύσου και ο αρχικός τάφος του Ορφέα, στις χαράδρες και τις πηγές λάτρευαν τις Νύμφες, ενώ ο πιο διάσημος ιερός τόπος ήταν το Δίον, ο τόπος λατρείας του Ολυμπίου Διός και των Μουσών…”